Ψευδής καταμήνυση & ψευδής κατάθεση

Αθωωτική Απόφαση

Σχετικά με την υπόθεση

Σύμφωνα με το άρθρο 229 Π.Κ., «1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
Ποινικό ΔίκαιοΨευδής Καταμήνυση / Ψευδής Κατάθεση
Ελάχιστη Ποινή2 έτη
ΣυνήγοροςΕυαγγελία Τσούκα

Νομικό Πλαίσιο

Τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης (229 Π.Κ.) και της ψευδούς κατάθεσης (224 Π.Κ.).

Σύμφωνα με το άρθρο 229 Π.Κ., «1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση. 3. Το δικαστήριο με αίτηση του παθόντος μπορεί να του επιτρέψει να δημοσιεύσει την απόφαση με έξοδα του καταδικασθέντος. Το δικαίωμα αυτό παύει να υπάρχει αν η δημοσίευση δεν γίνει μέσα σε έξι μήνες από την καταχώρηση της τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο».

Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτεί: α) Καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά. β) Η καταμήνυση να έγινε ενώπιον της αρχής. Δεν απαιτείται η αρχή προς την οποία  έγινε η αναφορά, να ήταν αρμόδια, αφού και αναρμόδια αρχή υποχρεούται να διαβιβάσει στην αρμόδια την αναφορά. γ) Η καταμήνυση πρέπει να αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης. Το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης υφίσταται και όταν η καταγγελθείσα πράξη διώκεται κατ’ έγκληση, αν ο καταγγέλλων δικαιούται σε υποβολή της έγκλησης και ζητεί τη δίωξη. δ) Η καταμήνυση να αφορά άλλον που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικώς. ε) Η καταμήνυση να είναι ψευδής. Το ψεύδος μπορεί να είναι και η παρασιώπηση λόγων που αποκλείουν την ενοχή ή το άδικο ή την εξάλειψη του αξιοποίνου. Αρκεί και παρασιώπηση γεγονότων ή απόκρυψη.

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, καθώς και στη θέληση του δράστη να περιέλθει η αναφορά στην αρχή. Συνεπώς, ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί.

 

Στο άρθρο 224 Π.Κ. ορίζεται ότι «1. Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή. 2. Όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση και αρνείται να δώσει τη μαρτυρία του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή. 3. Αν ο υπαίτιος τέλεσε τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων για να αποφύγει ποινική ευθύνη είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, χωρίς να ενοχοποιήσει ψευδώς άλλον, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή. 4. Όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σε αυτή, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή».

Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης μάρτυρα απαιτεί: α) ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του μάρτυρα σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, β) τα στοιχεία που κατέθεσε σχετικά με την υπόθεση αυτή να είναι ψευδή ή να αρνήθηκε ή να απέκρυψε τα αληθινά στοιχεία που γνώριζε για την κρινόμενη υπόθεση και γ) να έχει άμεσο δόλο, που συνίσταται στη γνώση του ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι γνωρίζει τα αληθή, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.

Δράστης του εγκλήματος θεωρείται ο μάρτυρας που δίνει ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση σε δικαστήριο ή σε αρμόδια αρχή να ενεργεί εξέταση. Το συγκεκριμένο έγκλημα συνίσταται στην εν γνώση κατάθεση ψευδών στοιχείων σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση ή στην απόκρυψη ή άρνηση των αληθινών, από μάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση.

Αρμόδια αρχή είναι η δικαστική ή διοικητική αρχή, ενώπιον της οποίας σύμφωνα με διάταξη νόμου μπορεί να γίνει ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση, η οποία  να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Έτσι, αρμόδια αρχή είναι και ο εισαγγελέας εφόσον διενεργεί προανάκριση για τη βεβαίωση διάπραξης εγκλήματος, καθώς και ο αστυνομικός ή άλλος αρμόδιος προανακριτικός υπάλληλος στο πλαίσιο της προανάκρισης.

Τα ψευδή στοιχεία είναι γεγονότα ή περιστατικά που συνέβησαν στο παρόν ή στο παρελθόν, τα οποία γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις και είναι δεκτικά απόδειξης και όχι κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα περιστατικά που κατέθεσε ο διάδικος ή μάρτυρας. Τα γεγονότα ή οι καταστάσεις πρέπει να είναι συγκεκριμένα και προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο. Δυσμενείς γνώμες, κρίσεις, πεποιθήσεις ή χαρακτηρισμοί του μάρτυρα έχουν έννομη σημασία μόνο αν συναρτώνται άμεσα με τα περιστατικά που κατέθεσε και διαμορφώνουν παράσταση συγκεκριμένης πράξης ή συμπεριφοράς, που επιδέχεται απόδειξη. Αναληθές είναι το γεγονός, όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και του κατατεθέντος από τον μάρτυρα ή διάδικο, αλλά και όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ εκείνων που πράγματι γνωρίζει ο μάρτυρας ή ο διάδικος και εκείνων που τελικά κατέθεσε. Είναι αντικειμενικά ψευδές ή αναληθές το κατατιθέμενο στοιχείο όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε.

Τα περιστατικά που κατατέθηκαν πρέπει να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με εκκρεμή υπόθεση και να μπορούν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση, άσχετα αν πράγματι άσκησαν ή όχι.

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται γνώση του δράστη ότι τα κατατεθέντα είναι ψευδή. Η γνώση των πραγματικών περιστατικών επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του κατηγορούμενου κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης του ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του.

Απόφαση

Αποφάσεις

Επικοινωνήστε Μαζί Μας!

Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε ερώτηση ή απορία που αφορά την υπόθεσή σας.

Τηλέψωνο: +30 213 0313 912

info@tpvlaw.gr Δευτέρα – Παρασκευή 09:00-17:00