Αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές υπαλλήλου. Μας ρωτάτε πως να χειριστείτε το πρόβλημα του καταλογισμού χρηματικού ποσού από το Δημόσιο.
Η παραμονή του υπαλλήλου στην υπηρεσία μετά την συνταξιοδότηση γεννάει υποχρέωση επιστροφής των αποδοχών του ως αχρεωστήτως καταβληθείσες;
Πότε απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία του ο δημοτικός υπάλληλος;
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν.3801/2009 (ΦΕΚ), το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μεταξύ άλλων, και των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού (Δήμων), καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοι αυτών, που κατά τη μονιμοποίησή του διατήρησε το ασφαλιστικό καθεστώς του Ι.Κ.Α., απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία την 1η του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης συνταξιοδότησης, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης στον οικείο Ο.Τ.Α..
Η ως άνω απόλυση αποτελεί λόγο λύσης της υπαλληλικής σχέσης και, ως εκ τούτου, για τη συντέλεσή της απαιτείται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης.
Η εκδιδόμενη στην περίπτωση αυτή πράξη απόλυσης έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα της συντελεσθείσας ευθέως από το νόμο λύσης της υπαλληλικής σχέσης και ανατρέχει στο χρόνο, κατά τον οποίο συμπληρώνονται οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
Επομένως, κατά το χρόνο της αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής σχέσης, λόγω συνταξιοδότησης του εμπίπτοντος στις ανωτέρω κατηγορίες προσωπικού Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού από ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, παύει πλέον να υφίσταται ενεργός υπαλληλικός δεσμός, με συνέπεια να επέρχεται απώλεια της ιδιότητας του δημοτικού υπαλλήλου, το δε πραγματικό γεγονός της συνέχισης παροχής υπηρεσιών από αυτόν έναντι μισθού δεν είναι ικανό να αναβιώσει τον ήδη καταλυθέντα αυτοδικαίως υπαλληλικό δεσμό.
Ως εκ τούτου, η τυχόν παραμονή στην υπηρεσία του υπαλλήλου μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής του σχέσης, είναι παράνομη και συνεπώς, καθίστανται αχρεώστητες οι αποδοχές ενεργείας που έχουν καταβληθεί σε αυτόν κατά το εν λόγω διάστημα και γεννάται, καταρχήν, υποχρέωση αυτού να τις επιστρέψει.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις καταλογισμού στον υπάλληλο των μη νόμιμων δαπανών;
Ο ν.4820/2021 (ΦΕΚ) ορίζει στο άρθρο 148 ότι, μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται στον λαβόντα: (α) εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή, και (β) ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής.
Πως μειώνεται το καταλογιζόμενο ποσό;
Σύμφωνα με το άρθρο 150 του ν. 4820/2021, το καταλογίζον όργανο προβαίνει σε σταθμίσεις που επιβάλλονται από την αρχή της δίκαιης ισορροπίας και, αν συντρέχει λόγος, μειώνει ανάλογα το ποσό του καταλογισμού. Κατά τις σταθμίσεις συνεκτιμώνται ιδίως, η βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, ο βαθμός υπαιτιότητας, η σαφήνεια του νομικού πλαισίου και το επελθόν δημο-σιονομικό αποτέλεσμα.
Μείωση του ποσού μπορεί να γίνει για τους παρανόμως λαβόντες και με βάση την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της χρηστής διοίκησης για τους αχρεωστήτως λαβόντες.
Με βάση ποιες αρχές μπορεί να μειωθούν τα ποσά των καταλογισμών;
Σύμφωνα με το άρθρο 164 παρ. 2 του ν. 4820/2021, οι διατάξεις για μείωση του καταλογιζόμενου ποσού (άρθρο 150 ν. 4820/2021) εφαρμόζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4820/2021.
Τα ποσά καταλογισμών που έχουν επιβληθεί με καταλογιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τις 23.7.2021, ημερομηνία δημοσίευσης του ν.4820/2021 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αντιστοιχούν καταρχήν στο σύνολο των οικείων ελλειμμάτων, δύνανται όμως να μειωθούν από το Δικαστήριο, όσον αφορά στους αχρεωστήτως λαβόντες, με βάση τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση και της χρηστής διοίκησης, ανάλογα δε με τις περιστάσεις, η μείωση μπορεί να επέλθει και μέχρι πλήρους άρσης του καταλογισμού.
Ποια είναι η πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου για χρηματικά ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα από αποδοχές ή συντάξεις;
Κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ελ.Συν. Ολομ.1430/2019, 750/2017, 1246/2014, 1980/2013, 2457/2012, 1680/2009, 1114/ 2007, 1428/2005, 458/2002, 1301/2001, 144/1996, 1296/1990 κ.ά.), στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως χρηματικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, η αναζήτηση και η επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, εφόσον:
(α) κρίνεται, λαμβανομένων υπόψιν των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμοδίων κρατικών οργάνων, ότι δημιουργήθηκε στον λαβόντα σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς τις εισέπραξε καλοπίστως και
(β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής του κατάστασης κρίνεται ότι η επιστροφή τους, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την αχρεώστητη λήψη τους, δημιουργεί στον υπόχρεο απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επιρροή στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του.
Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τα ποσά που καταβλήθηκαν στον υπάλληλο αχρεωστήτως, δεν αναζητούνται ή αναζητούνται εν μέρει, εφόσον η οικονομική του κατάσταση επιτρέπει την επιστροφή μέρους αυτών (Ελ.Συν. Δευτ.Τμ. 389, 381/2023, 673/2022, κ.ά.).
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της ένστασης αδικαιολόγητου πλουτισμού στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων δημοσίου δικαίου;
Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που διατυπώνεται στο άρθρο 904 εδ. α΄ του Α.Κ., ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων δημοσίου δικαίου, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια.
Οι προϋποθέσεις που περιέχονται στο πραγματικό της εν λόγω διάταξης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης των οποίων φέρει ο εκκαλών για τη θεμελίωση και το ορισμένο της προβαλλόμενης από αυτόν, στο πλαίσιο της δημοσιολογιστικής δίκης, ένστασης αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση καταλογισμού του, την οποία (ένσταση) το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει κατ’ αρχήν δικαιοδοσία να κρίνει (Ελ.Συν.Ολομ.543/2013), είναι:
α) ο πλουτισμός του υπέρ ου ο καταλογισμός,
β) η επέλευση του πλουτισμού εις βάρος του εκκαλούντος και, επομένως, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης του εκκαλούντος και
γ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη.
Ο υπάλληλος έχει αξίωση αμοιβής χωρίς έγκυρη υπαλληλική σχέση;
Στην περίπτωση κατά την οποία δημοτικός υπάλληλος καταλογίζεται με τις εισπραχθείσες από αυτόν αποδοχές του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την αυτοδίκαιη απόλυσή του μέχρι τότε που εξακολούθησε εν τοις πράγμασι να παρέχει τις υπηρεσίες του, ναι μεν επέρχεται πλουτισμός του Δήμου, ο πλουτισμός, όμως, αυτός ως νόμιμη αιτία έχει την υποχρέωση του λαβόντος σε αποκατάσταση του ελλείμματος στη δημοτική διαχείριση από τη συνέχιση της καταβολής σε αυτόν αποδοχών, παρά την παύση οποιασδήποτε αξίωσής του για μισθό, με συνέπεια η βασιζόμενη στο άρθρα 904 του Α.Κ. ένσταση του αυτοδικαίως απολυθέντος υπαλλήλου προς άρση του σε βάρος του καταλογισμού είναι νόμω αβάσιμη και για το λόγο αυτό απορριπτέα.
Άλλωστε, η υπηρεσία που παρέχει ο δημοτικός υπάλληλος μετά την ως άνω αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής σχέσης του και μέχρι την παύση της παροχής της εργασίας του, δεν δημιουργεί καμία αξίωση αμοιβής, αφού η εν λόγω υπηρεσία δεν παρέχεται σε καμιά περίπτωση με βάση υπάρχουσα έγκυρη υπαλληλική σχέση και ως εκ τούτου δεν δημιουργεί αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για το Δήμο, στο μέτρο που ο Δήμος στη θέση του διατηρηθέντος, παρά την αυτοδίκαιη απόλυσή του, υπαλλήλου, δεν θα προσλάμβανε άλλον και δεν θα υποβαλλόταν έτσι αναγκαίως στις δαπάνες αμοιβής του (μισθούς κλπ.) με αντίστοιχη ωφέλεια (Ελ.Συν.Πρώτο Τμ.1347/2022, Ι Τμ.1016/2017).
Βλ. σχετικά 0904/2023 Ελ. Συνέδριο (Δεύτερο Τμήμα).
Στο δικηγορικό μας γραφείο έχουμε χειριστεί με επιτυχία ανάλογες υποθέσεις καταλογισμού χρηματικού ποσού σε συνταξιοδοτηθέντες δημοτικούς υπαλλήλους και μπορούμε να σας κατευθύνουμε συμβουλευτικά και να σας εκπροσωπήσουμε σε σχετική δίκη.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.