
Η ποινική προστασία του μισθού (α. 28 Ν. 3996/2011):
Ποια η προστασία του μισθού? Υπάρχει ποινική προστασία του μισθού?
Ο μισθός αποτελεί το αντάλλαγμα της εξαρτημένης εργασίας και το κύριο μέσο διαβίωσης του εργαζομένου. Η προστασία του δεν περιορίζεται στο εργατικό δίκαιο, αλλά επεκτείνεται και στο ποινικό δικαίο, όταν η μη καταβολή ή η κατακράτησή του γίνεται από δόλο.
Η βασική ποινική διάταξη που προβλέπει την προστασία του μισθού είναι το άρθρο 28 του Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ) «Μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών».
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 3996/2011,
“1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν”.
Η διάταξη καλύπτει κάθε εργοδότη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν καταβάλλει δεδουλευμένες αποδοχές, δηλαδή αποδοχές για εργασία που έχει ήδη παρασχεθεί. Η μη καταβολή μπορεί να αφορά βασικό μισθό, επιδόματα, υπερωρίες κ.λπ.
Απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση και θέληση της παράλειψης. Η απλή αδυναμία πληρωμής, π.χ. λόγω οικονομικής δυσπραγίας, δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, εκτός εάν αποδειχθεί ότι αυτή είναι προσχηματική.
Περαιτέρω, στο άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/45 (ΦΕΚ), όπως αντικαταστάθηκε με το α. 8 παρ.1 του Ν. 2336/1995, ορίζονται τα εξής σχετικά με τη μη εμπρόθεσμη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών:
“Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές,
που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας,
τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφορμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Ασνυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων,
με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ..
Στις παραπάνω υποθέσεις, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.
Από τα ανωτέρω εξαιρούνται και δεν φέρουν ποινική ευθύνη τα φυσικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, τα οποία εκπροσωπούν εταιρίες, οργανισμούς και γενικά οποιασδήποτε μορφής νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με τακτική χρηματοδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο, που, βάσει του καταστατικού τους, επιδιώκουν καλλιτεχνικούς ή πολιτιστικούς ή περιβαλλοντικούς σκοπούς.
Τα φυσικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου εξακολουθούν να φέρουν ποινική ευθύνη, εάν καταδικάστηκαν αμετακλήτως για αξιόποινη πράξη, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία εμπρόθεσμης καταβολής στους απασχολούμενους των ανωτέρω πάσης φύσεως αποδοχών που οφείλονται συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.”
Η αναφορά του Α.Ν. 690/1945 είναι ευρεία σε ό,τι αφορά το υποκείμενο του εγκλήματος της μη εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών, καθώς η διάταξη κάνει λόγο για κάθε εργοδότη ή διευθυντή ή επιτετραμμένο ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπο οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, με στόχο την ελαχιστοποίηση αποφυγής της σχετικής εργοδοτικής ευθύνης και την προστασία του μισθού.
Τιμωρείται δηλαδή και ο διευθύνων σύμβουλος εταιρείας, που έχει οριστεί ως εντεταλμένος για την καταβολή των αποδοχών στους μισθωτούς (ΑΠ 159/1975), ή ο γενικός διευθυντής Α.Ε. που διαχειρίζεται τις οικονομικές της υποθέσεις μεταξύ των οποίων και την πληρωμή των αποδοχών των εργαζομένων, έστω και αν τέτοιου είδους εξουσία δεν αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρείας (ΑΠ 784/1974).
Για τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης απαιτείται επομένως ο αυτουργός του εγκλήματος να είναι επιφορτισμένος με την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων κάτω από οποιαδήποτε ιδιότητα (αρκεί δηλαδή το πραγματικό γεγονός της συνήθους πληρωμής των μισθών από ορισμένο πρόσωπο, όχι απαραίτητα τον εργοδότη, με την προϋπόθεση φυσικά ότι η ανάθεση αυτή δεν είναι προσχηματική ή περιστασιακή και δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό της ευθύνης του εργοδότη, αλλά βρίσκεται σε αντιστοιχία με την βαρύτητα των υπολοίπων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων).
Η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα υπάγεται στην προστασία της ρύθμισης αυτής, καθώς τα δώρα έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, όπως και η μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, της προσαύξησης της αμοιβής για την εργασία κατά Κυριακές και αργίες και η αμοιβή των νόμιμων υπερωριών.
Η ελληνική νομολογία έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η μη καταβολή αποδοχών συνιστά ποινικό αδίκημα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης εργατικής διαφοράς.
Η ποινική προστασία δεν υποκαθιστά την εργατική δίκη για διεκδίκηση αποδοχών, αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά. Οι εργαζόμενοι μπορούν παράλληλα να προσφύγουν στο ΣΕΠΕ και σε αστικό δικαστήριο.
Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται ποινικό αδίκημα μόνο για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας αποδοχών, προκειμένου να διασφαλισθεί η έγκαιρη καταβολή αυτών στους δικαιούχους και δεν δημιουργείται πρωτογενής αξίωση των εργαζομένων για πληρωμή των αποδοχών τους.
Συνεπώς η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία που υπέστη από το άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του ΑΝ 690/1945 αδίκημα και, συνεπώς, ο εργαζόμενος δεν δύναται να διεκδικήσει από την καθυστέρηση αυτή χρηματική ικανοποίηση για προκληθείσα εξ αυτής ηθική βλάβη (ΑΠ 1842/ 2008).
Η ποινική προστασία του μισθού αποτελεί ουσιώδες εργαλείο για την εξασφάλιση της αξιοπρέπειας του εργαζόμενου και την πρόληψη καταχρηστικών συμπεριφορών.
Απευθυνθείτε στο δικηγορικό μας γραφείο που διαθέτει νομικούς με μεταπτυχιακές σπουδές τόσο στο Εργατικό όσο και ταυτόχρονα στο Ποινικό Δίκαιο, συνδυασμός που μπορεί να σας εξασφαλίσει την αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία και υπεράσπιση των δικαιωμάτων σας σε υποθέσεις Εργατικού- Ποινικού Δικαίου, που απαιτούν εξειδίκευση και γνώση σε βάθος και των δύο αυτών κλάδων του δικαίου.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.