Αδικοπραξία – Ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος (α. 922 Α.Κ.).

Αδικοπραξία- ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος:

Ποιός είναι ο προστήσας (= επαγγελματίας ή εταιρεία που αναθέτει σε τρίτον την εκτέλεση μιας εργασίας ή ενός έργου ή τη διαχείριση μιας υπόθεσης) ; Ποιός ο προστηθείς (= ο τρίτος στον οποίο ανατίθεται η εργασία); Πότε ο προστήσας ευθύνεται προς αποζημίωση για ζημία μου προξένησε ο προστηθείς;

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργό λόγο ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας.

Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, και μπορεί η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική, ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας.

Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης.

Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων.

Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 354/2022).

Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012).

Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ.

Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 354/2022).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του.

Άρθρο 922 – Αστικός Κώδικας – Ευθύνη του προστήσαντος

Ως προστήσας κατά το δίκαιο νοείται ο εντολέας και ως προστηθείς ο εντολοδόχος.

Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει:

1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, αναφορικά με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση υπαλλήλου, απλού ή διευθυντικού, τράπεζας,

2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και

3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνα πράξη τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνας ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η  αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεστεί χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της.

Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και γενικότερα όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης.

Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ.

Αντίθετα, δεν ευθύνεται ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του τελευταίου, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του.

Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση, που υπάρχει μεν τoπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε τοπικά και χρονικά με την ευκαιρία της υπηρεσίας του, πλην όμως οφείλεται σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (AΠ 1532/2022).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 300, 334 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε κάποια υπηρεσία, που ευθύνεται για της ζημίες που προξενήθηκαν από τον προστηθέντα παρανόμως σε τρίτο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, απαλλάσσεται της ευθύνης, όταν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή, περιστατικά που πρέπει να προτείνει και ν` αποδείξει για την απαλλαγή του ο εναγόμενος προστήσας, έναντι της αγωγής του ζημιωθέντος (ΑΠ 780/2019, ΑΠ 2259/2014, ΑΠ 530/2014).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν για την εφαρμογή κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την πραγματική.

Το δικηγορικό μας γραφείο διαθέτει νομικούς με πολυετή δικαστηριακή εμπειρία στο Αστικό Δίκαιο και μπορεί να σας βοηθήσει να επιλύσετε υποθέσεις που αφορούν ευθύνη σας για σφάλματα των εντολοδόχων.

Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.

Πρόσφατα Άρθρα

Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση στο Ελληνικό Δίκαιο (Ν. 2882/2001):
09/10/2025
Αστικές Αποζημιώσεις και Διαφορές με Ασφαλιστικές Εταιρείες (Ν.2496/1997):
02/10/2025
Το έγκλημα του 372 Π.Κ. –Κλοπή-διακεκριμένη κλοπή (α.374 Π.Κ.)-Κλοπή μεταφορικού μέσου (α. 374Α Π.Κ.):
01/10/2025

TPV Law

Το δικηγορικό μας γραφείο παρέχει εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες που απευθύνονται σε ιδιώτες, επιχειρήσεις ή οργανισμούς, καλύπτοντας τομείς όπως το αστικό δίκαιο, το εμπορικό, το εργατικό δίκαιο, το διοικητικό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο και άλλες νομικές υποθέσεις.