Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (α. 1400 Α.Κ.):
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέλαβε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική, για την οποία όμως προβλέπεται η δυνατότητα εμπράγματης ασφάλειας βάσει του άρθρου 1262 αρ.4 ΑΚ [ΑΠ 1252/2017]. Επιπλέον είναι προσωποπαγής, ως απορρέουσα από τον θεσμό του γάμου, και συνεπώς δεν μπορεί να εκχωρηθεί ή να ενεχυριασθεί ούτε να κληρονομηθεί [Παντελίδου Κ. Το Διαζύγιο και οι Συνέπειές του – ενημέρωση με τους Ν.4800/2021 και Ν.4842/2021, εκδ. 2022, κεφ.8, § 6, 424].
Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι καταρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή-άμεση ή έμμεση-του δικαιούχου.
Ο κανόνας όμως αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα, ενοχικώς πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου.
Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του Ν.1329/1983, όπου αναφέρεται ότι τελικά εναπόκειται στη κρίση του Δικαστηρίου να «διατάξει την τυχόν ζητούμενη απόδοση αυτούσιου του ανάλογου μέρους των αποκτημάτων», άποψη που μπορεί να στηριχθεί και σε αναλογία δικαίου, με βάση τις αρχές που συνάγονται, τόσο από τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 908 ΑΚ), ο οποίος συγγενεύει με την αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. β` ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή».
Στη περίπτωση της αυτούσιας απόδοσης η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στον δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση.
Παράγει απλώς ενοχική υποχρέωση του ενός συζύγου να μεταβιβάσει στον έτερο το μέρος του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το δικαίωμα νομής ή κυριότητας [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, § 6, σελ. 425].
Οι διατάξεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου καθώς στοχεύουν στην προστασία του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου.
Συνεπώς δεν είναι έγκυρες οι συμφωνίες των συζύγων -πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου- που ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις τους κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προβλέπουν οι προστατευτικές διατάξεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ ή που ενέχουν παραίτηση (ολικά ή μερικά) του δικαιούχου από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Αντίθετα είναι έγκυρες οι συμφωνίες με αντίθετο περιεχόμενο από τις προβλέψεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ και παραίτηση του δικαιούχου, αν λάβουν χώρα μετά τη γέννηση της σχετικής αξίωσης [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §7, σελ.426].
Το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα εντοπίζεται στη στιγμή που αμετάκλητα λύεται ή ακυρώνεται ο γάμος ή από τότε που συμπληρώνεται τριετία από τη διάσταση των συζύγων. Πριν από την επέλευση του χρονικού αυτού σημείου ο σύζυγος έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν εξομοιώνεται προς το υπό αίρεση δικαίωμα [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §14, σελ.430].
Από το άρθρο 1400 ΑΚ προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του ενός συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι:
α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων,
β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και
γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου [ΑΠ 1550/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 20/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Άρθρο 1400 – Αστικός Κώδικας – Αξίωση συμμετοχής στα …
Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).
Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Για την τελευταία προϋπόθεση (συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση) είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου.
Η συμβολή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμα και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.
Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας.
Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β’ ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή.
Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου, συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.
Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό, το οποίο δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγόμενου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσοστό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 825/2015).
Η αρχική περιουσία είναι εκείνη που υφίσταται κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου και αποτελείται από εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, επικαρπία), δικαιώματα νομής ή κατοχής, πνευματικά δικαιώματα, χρήματα, τραπεζικές καταθέσεις, μετοχές, μέλλουσες απαιτήσεις (μισθός, συντάξεις, ισόβια πρόσοδος). Η αρχική περιουσία πρέπει να είναι η καθαρή, δηλαδή πρέπει να αφαιρεθεί το παθητικό (χρέη) αυτής [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §17, σελ.436-437].
Τελική είναι η καθαρή περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και η οποία διαπιστώνεται κατά το τέλος αυτού. Για τον προσδιορισμό της αρχικής και την εύρεση της τελικής περιουσίας υπολογίζεται κάθε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς να αποκλείεται ο υπολογισμός να περιορίζεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου συζύγου, οπότε η συμβολή του δικαιούχου συζύγου υπολογίζεται βάσει μόνο της τελικής αξίας αυτών [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §18, σελ. 438].
Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 528/2015, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1029/2013, ΑΠ 406/2003).
Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 492/2017), λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, και της τυχόν, μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008).
Στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής επί διεκδίκησης πλήρους του ποσοστού συμμετοχής στα αποκτήματα, ήτοι ανώτερου του τεκμαιρόμενου 1/3, για το ορισμένο αυτής συνιστούν:
α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων,
β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου από τη τέλεση του γάμου μέχρι τη γέννηση της σχετικής αξίωσης, και
γ) η συμβολή του δικαιούχου με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας, ώστε να είναι απαιτητή η απόδοση του μέρους της αύξησης που οφείλεται στη δική του συμβολή.
Συνεπώς για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης, η οποία πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Πρέπει να προσδιορίζεται όχι μόνο η συνολική περιουσία του εναγόμενου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης αλλά και το αν αυτός είχε κατά τη τέλεση του γάμου περιουσία και σε καταφατική περίπτωση ποια είναι η αξία αυτής αναγόμενη προφανώς στο χρόνο γέννησης της αξίωσης [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §68, σελ.472, ΠΠΡοδ291/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Κατά τη κρατούσα άποψη, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ήτοι σε ποσοστό 1/3, πρέπει να καθορίζεται η δαπάνη που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, να αποτιμώνται οι παροχές του ενάγοντος προς τον εναγόμενο καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγιναν και να καθορίζεται είτε το ποσό το οποίο όφειλε με βάση τις δυνάμεις του να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου.
Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, ήτοι σε καταβολή ποσοστού ίσου με το τεκμαιρόμενο κατά το άρθρο 1400 παρ.1 εδ.β ΑΚ, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο ο δικαιούχος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική.
Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτής, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, επομένως, δε, ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 3/2003).
Σε περίπτωση δε απευθείας διάθεσης ορισμένου χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, αρκεί, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, η μνεία του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιοριστεί το μέγεθος της νόμιμης υποχρέωσης συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεδομένου ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο πραγματικό των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και στην επιβαλλόμενη από κοινού συνεισφορά στην αντιμετώπισή τους (ΜΠΘες 9674/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 220 ΚΠολΔ ( ή στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογίου κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1β σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ.1,2 Ν.2664/1998], λόγω του ενοχικού χαρακτήρα αυτής, ακόμα και όταν ζητείται η απόδοση αυτούσιου του ακινήτου που συνιστά την περιουσιακή επαύξηση ή ποσοστού συγκυριότητας [ΑΠ 251/2002].
Επίσης και ως προς το αίτημα καταδίκης του εναγόμενου σε επιχείρηση της οφειλόμενης δηλώσεως η αγωγή δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων λόγω του ενοχικού χαρακτήρα (Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Ρεντούλης) υπό άρθρο 249 §1, σελ. 3064-3065).
Το δικηγορικό μας γραφείο έχει χειριστεί με επιτυχία πολλές υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και συγκεκριμένα υποθέσεις διεκδίκησης συμμετοχής στα αποκτήματα πρώην συζύγου και μπορεί να σας βοηθήσει με τους εξειδικευμένους νομικούς του στην επίλυση και του δικού σας ζητήματος.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.