Διαζύγιο κατ΄ αντιδικία- ισχυρός κλονισμός του γάμου- τεκμήρια ισχυρού κλονισμού.

Τι είναι το διαζύγιο κατ΄ αντιδικία; Ποια η διαδικασία για την έκδοσή του; Τι σημαίνει η αντιδικία; Πόσο χρόνο παίρνει για να βγει;

Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα μας θέτετε συνήθως σε κάθε ενημερωτική περί διαζυγίου συνάντηση στο γραφείο μας. Το κατ’ αντιδικία διαζύγιο σε αντίθεση με το συναινετικό ενέχει σίγουρα μεγαλύτερο ψυχικό κόστος, αλλά επιπλέον είναι και χρονοβόρο.

Στο άρθρο 1438 του Αστικού Κώδικα (όπως τροποποιήθηκε με το α. 3 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51), και όπως αντικαταστάθηκε με το α. 22 παρ. 1 του Ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α 201/22.12.2017)) ορίζεται ότι ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441 (:συναινετικό διαζύγιο).

Κατά συνέπεια, στο κατ’ αντιδικίαν διαζύγιο η λύση του γάμου επέρχεται με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, δηλαδή την απόφαση που πλέον δεν προσβάλλεται με έφεση και με αναίρεση. Η οριστική απόφαση ενός δικαστηρίου περί λύσης του γάμου δεν αρκεί, πρέπει η απόφαση αυτή να καταστεί αμετάκλητη.

Περαιτέρω, αποφάσεις οι οποίες: α) απαγγέλλουν ακύρωση γάμου ή διαζύγιο ή αναγνωρίζουν την ύπαρξη ή όχι έγκυρου γάμου ή απορρίπτουν τέτοιες αγωγές και β) δέχονται ή απορρίπτουν αγωγές που αφορούν διαφορές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 592 αρ. 2. αποτελούν δεδικασμένο που ισχύει υπέρ και εναντίον όλων, εφόσον δεν μπορούν να προσβληθούν με αναίρεση και αναψηλάφηση (602 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Ας δούμε όμως ποια είναι τα δύο είδη του κατ’ αντιδικία διαζυγίου:

Η πρώτη μορφή είναι ο ισχυρός κλονισμός του γάμου. Το είδος αυτό διαζυγίου προβλέπεται στο άρθρο 1439 παρ. 1 του Α.Κ..

Ειδικότερα στο άνω άρθρο (1439 παρ. 1 εδάφιο α’ και β’ Α.Κ.) ορίζονται τα εξής:

«Καθένας  από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου  ή  και  των  δυο  συζύγων,  ώστε  βάσιμα  η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.

Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.»

(Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 Ν.3500/2006ΦΕΚ Α 232/24.10.2006).

Κατά συνέπεια, όταν υφίστανται κλονιστικά της έγγαμης συμβίωσης γεγονότα, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του άλλου συζύγου ενώπιον του αρμόδιου Πρωτοδικείου και με τη βοήθεια του δικηγόρου του, επικαλούμενος στην αγωγή του τα κλονιστικά αυτά γεγονότα, που καθιστούν αφόρητη για τον ίδιο την εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης.

Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 1439 παρ. 1 Α.Κ. καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο.

Έτσι ο ενάγων για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβίωσης έχει καταστεί γι’ αυτόν αφόρητη.

Τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Με την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα μόνο στο πρόσωπο του ενός από τους συζύγους.

Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμμία περίπτωση.

Συνέπεια τούτων είναι ότι, η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσεως, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου.        

Ποια είναι τα τεκμήρια ισχυρού κλονισμού του γάμου;                                                                            

Στο άρθρο 1439 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα ως ισχύει σήμερα, ο νομοθέτης καθιερώνει μια σειρά από τεκμήρια ισχυρού κλονισμού του γάμου. Αυτά τα τεκμήρια είναι μαχητά, δηλαδή ο εναγόμενος σύζυγος μπορεί να τα ανταποδείξει.

Τα τεκμήρια αυτά ισχυρού κλονισμού του γάμου που αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο είναι: η διγαμία, η μοιχεία, η εγκατάλειψη του ενάγοντος, η επιβουλή της ζωής του ενάγοντος από τον εναγόμενο και η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας. 

Διγαμία είναι η τέλεση δεύτερου γάμου χωρίς να έχει λυθεί αμετάκλητα ο πρώτος γάμος. Σύμφωνα με το 1354 Α.Κ. «Εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει, καθώς και πριν λυθεί ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση το σύμφωνο συμβίωσης που συνδέει τον ένα μελλόνυμφο με τρίτον. Οι σύζυγοι μπορούν να επαναλάβουν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου και πριν αυτός ακυρωθεί». Άρα η διγαμία είναι κώλυμα τέλεσης γάμου και τεκμήριο κλονισμού τόσο του πρώτου γάμου όσο και του δεύτερου. Η διγαμία διώκεται και ποινικά (α. 356 Π.Κ.).

Μοιχεία: Η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε το 1982 και ήδη από το 1983 έπαψε να αποτελεί αιτία διαζυγίου. Όμως, σε περίπτωση που ο ενάγων επικαλεστεί και αποδείξει ότι ένεκα μοιχείας επήλθε σοβαρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης και η εξακολούθηση του γάμου αποβαίνει αφόρητη για τον ίδιο, τότε η μοιχεία μπορεί ως τεκμήριο κλονισμού, που επιδέχεται ανταπόδειξη, να οδηγήσει στην λύση του γάμου.  

Εγκατάλειψη του ενάγοντος: Ως εγκατάλειψη νοείται η διακοπή της συμβίωσης δίχως εύλογη αιτία, δηλαδή χωρίς την συνδρομή κάποιου γεγονότος ικανού να δικαιολογήσει την διάσταση. Η εγκατάλειψη επέρχεται είτε με την αποπομπή του ενός συζύγου από τη συζυγική οικία, είτε με την ψυχοσωματική αποξένωση του ζευγαριού, παρότι συνεχίζεται η συστέγασή τους στη συζυγική οικία. Περιστατικά ψυχοσωματικής αποξένωσης μεταξύ των συζύγων αποτελούν η χωριστή διατροφή, η χωριστή κατάκλιση, οι συχνές και μεγάλες απουσίες από τη συζυγική εστία κ.α.

Επιβουλή της ζωής του ενός συζύγου από τον άλλον: Νοείται η δόλια έμπρακτη εκδήλωση πρόθεσης θανάτωσης του ενός συζύγου από τον άλλον.

Άσκηση ενδοοικογενειακής βίαςΜε τον όρο ενδοοικογενειακή βία νοείται η με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις εκδηλούμενη άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Σχετικώς εφαρμογή έχει ο  Νόμος 3500/2006: Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις.

Εφόσον τα επικαλούμενα με την αγωγή του ενάγοντος γεγονότα αποδειχθούν και εκδοθεί δικαστική απόφαση περί λύσης του γάμου, εν συνεχεία η απόφαση αυτή θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη και με το αντίστοιχο πιστοποιητικό αμετακλήτου της απόφασης, αν ο γάμος είχε τελεστεί με τον θρησκευτικό τύπο, λαμβάνουμε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών την εντολή πνευματικής λύσης του γάμου και κατόπιν μεταβαίνουμε στην οικεία Μητρόπολη που ανήκει ο Ιερός Ναός τέλεσης του γάμου για την έκδοση του διαζευκτηρίου. Κατόπιν πρέπει να καταχωρηθεί η λύση του γάμου στο οικείο Ληξιαρχείο.

Σε περίπτωση πολιτικού γάμου, πάλι καταχωρείται στο Ληξιαρχείο του Δήμου τέλεσης του γάμου η αμετάκλητη δικαστική απόφαση λύσης του, χωρίς να προηγηθεί το στάδιο της εντολής πνευματικής λύσης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και το στάδιο λήψης διαζευκτηρίου από τη Μητρόπολη.

Πώς γίνεται αμετάκλητη η οριστική απόφαση λύσης του γάμου;

Η πρωτοβάθμια – οριστική απόφαση για την λύση του γάμου, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δηλαδή με παράσταση και των δύο συζύγων στο δικαστήριο, καθίσταται αμετάκλητη (ΑΚ 1438, ΚΠολΔ 613) με τους ακόλουθους τρόπους:

1) είτε με την παραίτηση των διαδίκων από τα ένδικα μέσα μετά την έκδοση αυτής (ΚΠολΔ 599).  Η παραίτηση γίνεται (είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών αν διαθέτουν σχετική συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα) με δήλωση των διαδίκων στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την οριστική απόφαση λύσης του γάμου και συντάσσεται έκθεση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, από την σύνταξη της οποίας θεωρείται ότι ο γάμος έχει λυθεί αμετακλήτως.

2) Στην περίπτωση που τα μέρη δεν προβούν σε δήλωση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη είτε επειδή ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν τα τακτικά και τα έκτακτα ένδικα μέσα είτε επειδή παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες άσκησης τους. Οι προθεσμίες άσκησης των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων είναι διαφορετικές ανάλογα με το αν επιδόθηκε η δικαστική απόφαση ή όχι και συγκεκριμένα:

α) αν επιδόθηκε η απόφαση: Από την επίδοση της απόφασης ξεκινά η προθεσμία άσκησης  των τακτικών ένδικων μέσων, δηλαδή της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε ερήμην, δηλαδή χωρίς την παράσταση του εναγομένου στο δικαστήριο.

Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε μέρες (503 ΚΠολΔ), ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα μέρες (518 ΚΠολΔ). Με δεδομένο ότι προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και έφεσης συμπίπτουν, η απόφαση του πρωτοδικείου καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση.

Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση γνωστής διαμονής του διαδίκου στην Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό οι προθεσμίες της ανακοπής ερημοδικίας είναι 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση κατ’ άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ της περίληψης έκθεσης επίδοσης της απόφασης (α. 503 παρ. 2, 3 ΚΠολΔ) και της έφεσης είναι 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης (α. 518 ΚΠολΔ).

Αφού, η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ξεκινά η προθεσμία άσκησης των έκτακτων ένδικων μέσων, δηλαδή της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Η προθεσμία της αναψηλάφησης στις γαμικές διαφορές (άρθρο 598 ΚΠολΔ) είναι 6 μήνες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ενώ της αναίρεσης 30 ημέρες από την επίδοση της απόφασης, εφόσον ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα και 60 ημέρες από την επίδοση της απόφασης, εφόσον διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.  (α. 564 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης και της αναίρεσης συμπίπτουν.

Επομένως, η πρωτοβάθμια οριστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη εφόσον παρέλθει άπρακτη συνολική προθεσμία των 7 μηνών (30 ημέρες για την άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας και 6 μήνες για την αναψηλάφηση, στη διάρκεια των οποίων θα έχει παρέλθει και η προθεσμία των 30 ημερών της αναίρεσης. Σημειώνεται, ότι η προθεσμία των έκτακτων ένδικων μέσων δεν ξεκινά πριν παρέλθει η προθεσμία των τακτικών ενδίκων μέσων).

β) αν δεν επιδόθηκε η απόφαση: Σε περίπτωση μη επίδοσης της πρωτοβάθμιας οριστικής απόφασης, από την ημερομηνία δημοσίευσης της οριστικής απόφασης ξεκινά η «καταχρηστική προθεσμία» άσκησης έφεσης, η οποία είναι 2 έτη (ΑΚ 518 παρ. 2). Με την παρέλευση της διετούς  προθεσμίας της έφεσης ξεκινά η διετής προθεσμία της αναίρεσης (ΑΚ 564 παρ. 3). Επομένως, στην περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών.

Με την κατάλληλη νομική καθοδήγηση και στήριξή σας σε όλη αυτή τη δύσκολη διαδρομή ακόμα και η πλέον αγχωτική, δυσάρεστη και οδυνηρή δικαστική διαμάχη μπορεί να τύχει της ευνοϊκότερης δυνατής προσέγγισης και από ηθική και ψυχολογική άποψη, πάντα με γνώμονα την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων των τυχόν ανηλίκων τέκνων, που σίγουρα δεν μένουν αλώβητα από μια τέτοια πληγή των θεμελίων και του πυρήνα της οικογένειας.

Στο δικηγορικό μας γραφείο θα βρείτε την πληρέστερη, πλέον αξιόπιστη νομική προστασία και υποστήριξη με απόλυτα επιτυχή έκβαση της υπόθεσης του διαζυγίου σας.

Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.

Related Posts

Πρόσφατα Άρθρα

Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση στο Ελληνικό Δίκαιο (Ν. 2882/2001):
09/10/2025
Αστικές Αποζημιώσεις και Διαφορές με Ασφαλιστικές Εταιρείες (Ν.2496/1997):
02/10/2025
Το έγκλημα του 372 Π.Κ. –Κλοπή-διακεκριμένη κλοπή (α.374 Π.Κ.)-Κλοπή μεταφορικού μέσου (α. 374Α Π.Κ.):
01/10/2025

TPV Law

Το δικηγορικό μας γραφείο παρέχει εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες που απευθύνονται σε ιδιώτες, επιχειρήσεις ή οργανισμούς, καλύπτοντας τομείς όπως το αστικό δίκαιο, το εμπορικό, το εργατικό δίκαιο, το διοικητικό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο και άλλες νομικές υποθέσεις.