Σύμβαση Δικαιόχρησης (Franchising):
Τι είναι η σύμβαση δικαιόχρησης ή αλλιώς Franchising;
Ως σύμβαση δικαιόχρησης (γνωστή ευρύτερα ως franchising), νοείται η σύμβαση διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων, που, από άποψη οικονομικής λειτουργίας, συνιστά μία μέθοδο προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών (marketing), βάσει της οποίας η μία επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή δότρια-franchisor) παραχωρεί στην άλλη (δικαιοδόχο ή λήπτρια-franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγομένου “συνόλου” ή “πακέτου” δικαιόχρησης, με σκοπό την πώληση συγκεκριμένου τύπου προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες.
Ως “πακέτο” δικαιόχρησης νοείται ένα σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, ευρεσιτεχνίες, υποδείγματα και τεχνογνωσία ή και άλλα συμβατικά δικαιώματα, όπως δικαιώματα προμήθειας προϊόντων από συγκεκριμένους παραγωγούς, δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως καταστημάτων, εξοπλισμού κ.λπ..
Με τη σύμβαση δικαιόχρησης εντάσσεται ο λήπτης αυτής σε ένα ενιαίο σύστημα διανομής, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ομοιομορφίας προς τα έξω των επιχειρήσεων (καταστημάτων), οι οποίες είναι ενταγμένες στο ίδιο σύστημα δικαιόχρησης.
Η σύμβαση δικαιόχρησης περιλαμβάνει για τον δικαιοπάροχο ή δότη τις παρακάτω υποχρεώσεις:
α) την παραχώρηση στο λήπτη του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του “πακέτου”, του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επαρκώς στο κύριο μέρος της σύμβασης-πλαίσιο,
β) την ένταξη του λήπτη στο σύστημα, με την παροχή σε αυτόν της απαιτούμενης τεχνικής και οργανωτικής υποδομής και της ανάλογης εκπαίδευσής του, που μπορεί να επαναλαμβάνεται περιοδικά,
γ) τον εφοδιασμό αυτού με πρώτες ύλες, έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα, ιδίως όταν αυτά παράγονται από τον δότη,
δ) τη συνεχή υποστήριξη του λήπτη, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σε οργανωτικά, τεχνικά, χρηματοδοτικά ή άλλα θέματα, την ανάληψη της υποχρέωσης διαφήμισης των προϊόντων του συστήματος και της συντήρησης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού του καταστήματος του λήπτη.
Όλες αυτές οι υποχρεώσεις, παρά την αυτοτέλεια τους, αποτελούν επί μέρους εκδηλώσεις της γενικής υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου ή δότη να μεριμνά για την οργανωτική και τεχνολογική ένταξη του λήπτη στο σύστημα, έτσι ώστε, η λειτουργία του καταστήματος του τελευταίου, να ανταποκρίνεται διαρκώς στα νέα δεδομένα της αγοράς και να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του.
Εξάλλου, στο πλαίσιο της παραπάνω σύμβασης, ο δικαιοδόχος ή λήπτης, ο οποίος πωλεί τα προϊόντα του στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με ίδιο επιχειρηματικό κίνδυνο, έχει συνήθως τις παρακάτω υποχρεώσεις:
α) την καταβολή εφάπαξ ποσού (entry fee) για την εκ μέρους του δότη παραχώρηση της χρήσης και εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας και των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας,
β) την περιοδική καταβολή στον δότη ορισμένου ποσοστού από τις εισπράξεις των πωλήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης (royalties), όπου δεν αποκλείεται να ορισθεί και ένα ελάχιστο όριο, ανεξαρτήτως εισπράξεων,
γ) την ενεργό προώθηση των πωλήσεων με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της προσωπικής εργασίας και των άλλων μέσων που έχει στη διάθεσή του ο λήπτης,
δ) τη συνεισφορά του στην κοινή διαφήμιση του συστήματος και των προϊόντων που αφορά,
ε) τη συμμόρφωσή του στις οργανωτικές αρχές του συστήματος και ιδίως το σεβασμό του στην αρχή της ομοιομορφίας, σύμφωνα με την οποία η σύνθεση, παρασκευή, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γενικά η εικόνα (image) τόσο του καταστήματος όσο και των προϊόντων του συστήματος είναι ενιαία, ανεξάρτητα από τον τόπο ή την αγορά, στην οποία γίνεται η διάθεσή τους,
στ) την υποχρέωση του λήπτη να τηρεί το απόρρητο, ως προς το εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος που του παραχωρήθηκε από τον δότη και
ζ) την υποχρέωση του λήπτη να μην διαθέτει ανταγωνιστικά προϊόντα καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης και να προμηθεύεται από τον δότη, ή από πρόσωπο που θα υποδείξει ο ίδιος, τα συμβατικά προϊόντα.
Όπως συνάγεται από την φύση της σύμβασης δικαιόχρησης, ως σχέσης διαρκούς συνεργασίας, η σύμβαση αυτή αποτελεί σύμβαση-πλαίσιο, μικτού χαρακτήρα, με την οποία ρυθμίζονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ).
Η σύμβαση δικαιόχρησης δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο στο επίπεδο του εσωτερικού δικαίου, περιέχει δε στοιχεία περισσότερων συμβάσεων, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρα 638 επ. ΑΚ), παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ) (ΑΠ 483/2021, ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 123/2017).
Επομένως στην Ελλάδα η σύμβαση δικαιόχρησης ρυθμίζεται κυρίως από τις γενικές διατάξεις του Αστικού και Εμπορικού Δικαίου (Νόμος περί Ανταγωνισμού- Ν. 3959/2011 και περί προστασίας του Καταναλωτή -Ν. 2251/1994), σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νόμος 3959/2011 , κωδικοποιημένος με τον 5111/2024
Νόμος 2251/1994 – Προστασία των καταναλωτών
Η εκπλήρωση των διαφόρων εκατέρωθεν υποχρεώσεων, που προβλέπονται στη σύμβαση δικαιόχρησης, προϋποθέτει, πολλές φορές, τη σύναψη ειδικότερων εκτελεστικών συμβάσεων, όπως πώλησης του αναγκαιούντος εξοπλισμού για τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος, πώλησης και προμήθειας των συμβατικών εμπορευμάτων και των πρώτων υλών κ.λπ.
Η μη ομαλή εξέλιξη της σύμβασης αυτής ως διαρκούς ενοχής, δημιουργεί πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την αδυναμία ή την υπερημερία της παροχής του οφειλέτη (άρθρα 382, 383 επ. ΑΚ), αν υπάρχει αθέτηση κύριας συμβατικής υποχρέωσης (ΑΠ 862/2023, ΑΠ 483/2021, ΑΠ 123/2017, ΑΠ 1043/2015).
Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 288 ΑΚ, υπέρ του οφειλέτη, αλλά και του δανειστή, κανόνας αναγκαστικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση κάθε υποχρέωσης του οφειλέτη ή του δανειστή, που απορρέει από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων της, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή προβλέπεται μεν, αλλά δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 1801/2011).
Ειδικότερα, προκειμένου για τη σύμβαση δικαιόχρησης, η παραβίαση της γενικότερης αυτής, απορρέουσας από την αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη και τη φύση της εν λόγω συμβάσεως, υποχρεώσεως του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου, συνιστά πλημμελή εκ μέρους της εκπλήρωση κύριας παροχής του από τη σύμβαση.
Προκειμένου δε για σύμβαση δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με την έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο.
Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία συμβάσεως δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, αποτελεί κατ’ αρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα συμβαλλόμενο μέρος αλλά και η παράβαση της ως άνω γενικότερης, απορρέουσας από την αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη και τη φύση της εν λόγω συμβάσεως, υποχρεώσεως του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου.
Περαιτέρω, σπουδαίο λόγο συνιστούν εκείνα τα περιστατικά τα οποία, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της συμβάσεως, καθιστούν κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δεσμεύσεως, πράγμα που συμβαίνει π.χ. όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών, που καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας.
Στην περίπτωση της έκτακτης καταγγελίας, οφειλόμενης στην αντισυμβατική συμπεριφορά του καταγγελλόμενου μέρους, μπορεί από τη σύμβαση δικαιόχρησης να απορρέουν αξιώσεις αποζημιώσεως υπέρ του καταγγείλλαντος. Οι αξιώσεις αυτές, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, αναφέρονται στην αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος, αλλά και του διαφυγόντος κέρδους, αυτού που με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε ο αντισυμβαλλόμενος από τη συνεργασία μέχρι τη συμπλήρωση του συμβατικά καθορισμένου χρόνου της συμβάσεως (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 1043/2015).
Σε όλες τις περιπτώσεις (καταγγελίας για σπουδαίο λόγο), η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συνιστά εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του σπουδαίου λόγου και συνεπώς, η ορθή ή μη υπαγωγή σ’ αυτήν των συγκεκριμένων περιστατικών, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τη διάταξη του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 483/2021, ΑΠ 1030/2015, ΑΠ 1665/2014).
Συμπερασματικά σημειώνουμε ότι οι ανάγκες της σύγχρονης οικονομικής ζωής έχουν συντελέσει στη δημιουργία συστημάτων διανομής και διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία από νομική άποψη δεν είναι δυνατό να υπαχθούν στους παραδοσιακούς γνωστούς τύπους της εμπορικής αντιπροσωπείας, παραγγελίας και πρακτορείας. Πρόκειται για συμβατικές μορφές συνεργασίας με σκοπό την πρόσβαση των παραγωγών και χονδρεμπόρων σε μία άλλη αγορά διαμέσου της ανάθεσης επιχειρηματικής δραστηριότητας σε τρίτες ανεξάρτητες επιχειρήσεις.
Στα πλαίσια αυτά των αναπτυσσόμενων μορφών επιχειρηματικής συνεργασίας η σύμβαση δικαιόχρησης αποτελεί ίσως την πιο σύνθετη μορφή. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη, μη ρυθμισμένη από το νόμο, εμπορικού χαρακτήρα σύμβαση διεπιχειρησιακής συνεργασίας, απόρροια της ελευθερίας των συμβάσεων.
Το δικηγορικό μας γραφείο έχει χειριστεί υποθέσεις εμπορικών διαφορών που πηγάζουν από συμβάσεις franchising μεταξύ επιχειρήσεων τόσο σε εξωδικαστικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο με απόλυτη επιτυχία και μπορεί να σταθεί αρωγός στην νομική αντιμετώπιση των ζητημάτων σας που προκύπτουν από συμβάσεις δικαιόχρησης, προκειμένου να αποφύγετε τους λανθασμένους χειρισμούς και τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε σύνθετες επιχειρηματικές μορφές συνεργασίας, όπως αυτές των συμβάσεων δικαιόχρησης (franchising).
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.