
Σύνταξη χηρείας- Διάρκεια γάμου για λήψη σύνταξης- Τέκνα θανόντος- Σύνταξη διαζευγμένου/ης (ν. 4611/2019):
Νομοθεσία:
Με τον Ν. 4387/2016 επανακαθορίστηκαν οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου (= σύνταξη χηρείας), για τους θανάτους από 13/5/2016 και εφεξής, με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους.
Γενικότερα, οι ρυθμίσεις αυτές έθεταν ηλιακούς περιορισμούς στη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου μετά την πρώτη τριετία καταβολής της και μείωναν το ποσοστό της χορηγούμενης σύνταξης.
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 19 του N. 4611/2019 (ΦΕΚ) επήλθαν σημαντικές βελτιωτικές μεταβολές στις διατάξεις του άρθρου 12 του N. 4387/2016 (ΦΕΚ) που καθορίζουν του όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης λόγω θανάτου.
Α) Σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου (ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ’ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας) καταβάλλεται πλέον σε αυτούς τους δικαιούχους επιζώντες συζύγους/ετέρους μέρη του συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένους ανεξάρτητα από την ηλικία τους.
Η διάταξη του νόμου καθορίζει πλέον τα τρία (3) έτη ελάχιστης διάρκειας γάμου/συμφώνου συμβίωσης από τη σύναψή τους μέχρι την ημερομηνία θανάτου, ως προϋπόθεση για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
Η εν λόγω προϋπόθεση εξακολουθεί να μην ελέγχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις (βλ. εγκ. 6/2018, σελ. 6):
i. Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας (κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στους τ. φορείς κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., πρόκειται για τις περιπτώσεις ατυχήματος που χαρακτηρίζεται εργατικό) ή σε ανθρωποκτονία.
ii. Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. Σύμφωνα με το όλο πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 1463 του Α.Κ. και επ., πλήρης εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο επιτυγχάνεται όταν παράλληλα με την αναγνώριση (εκούσια ή δικαστική) συναφθεί και γάμος των γονέων.
iii. Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
iv. Συντρέχει η περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Ο αρχικός και ο εξ’ ανασυστάσεως γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, πρέπει να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη, ο δε εξ ανασυστάσεως πρέπει να είχε διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών. Εξυπακούεται ότι, και σε αυτή την περίπτωση, η συνολική διάρκεια του αρχικού και εξ ανασυστάσεως γάμου θα πρέπει να είναι τρία έτη.
Διαζευγμένος σύζυγος:
Για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον διαζευγμένο σύζυγο θα πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
• Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλε σε αυτόν ή να υποχρεούνταν να του καταβάλλει διατροφή βάσει δικαστικής απόφασης ή μεταξύ τους σύμβασης.
• Να είχαν συμπληρωθεί δέκα (10) χρόνια έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
• Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης λόγω υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη.
• Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα διαζευγμένου επιζώντος συζύγου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων.
• Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Πότε παύει να ισχύει το δικαίωμα στη σύνταξη λόγω θανάτου;
Το δικαίωμα στη σύνταξη λόγω θανάτου παύει να ισχύει:
1. Με τον θάνατο του δικαιούχου.
2. Με την τέλεση από αυτόν γάμου ή τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης.
3. Με τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του τέκνου.
4. Με νεότερη κρίση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ότι δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα του επιζώντα συζύγου για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά 67% και άνω.
5. Με νεότερη κρίση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ότι δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα του τέκνου για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας.
Ποιό είναι το ποσό σύνταξης που θα λάβει ο χήρος/α;
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών επιμεριζόμενο ως κατωτέρω:
Σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης (Α) Πλέον, με τη διάταξη του αρ. 19 παρ. 4 του Ν. 4611/2019 για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται καθορίζεται στο 70% επί του ποσού της σύνταξης το οποίο δικαιούνταν ή έχει χορηγηθεί στον σύζυγο που απεβίωσε.
Σε περίπτωση που πέραν του χήρου επιζώντος συζύγου υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος και αυτός σύνταξη λόγω θανάτου, τότε το ποσό που θα λάμβανε ως σύνταξη λόγω θανάτου ο χήρος επιζών σύζυγος εάν δεν υπήρχε διαζευγμένος σύζυγος, δηλαδή το 70% της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών, επιμερίζεται σε ποσοστό 75% για τον χήρο και 25% για τον διαζευγμένο.
Για κάθε δε επιπλέον έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου, πέραν του 10ου και μέχρι και του 35ου, η σύνταξη του διαζευγμένου αυξάνεται κατά 1% και μειώνεται αναλόγως κατά 1% η σύνταξη του χήρου, και σε περίπτωση διάρκειας του έγγαμου βίου του διαζευγμένου πέραν των 35 ετών, η σύνταξη λόγω θανάτου επιμερίζεται κατά ποσοστό 50% στον καθέναν.
Τα παραπάνω ισχύουν και ως προς το ποσό της σύνταξης διαζευγμένου συζύγου δικαιούμενου σύνταξης λόγω θανάτου και όταν δεν υπάρχει χήρος επιζών σύζυγος, δηλαδή αυτός δικαιούται το 25% του 70% του ποσού που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών και η σύνταξη που προκύπτει αυξάνεται περαιτέρω κατά ποσοστό 1% για κάθε έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου πέραν του 10ου και μέχρι του 35ου.
Σε περίπτωση που ο γάμος πραγματοποιήθηκε μετά την απονομή σύνταξης γήρατος στον θανόντα και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του επιζώντος συζύγου, αφού αφαιρεθεί το διάστημα του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, τότε το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, δηλαδή ποσοστό 50% ή το ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί σε αυτόν εάν υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος σύνταξη χηρείας, μειώνεται ως ακολούθως:
• Κατά 1% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό.
• Κατά 2% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο.
• Κατά 3% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό.
• Κατά 4% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο.
• Κατά 5% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 36ο και άνω.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τον διαζευγμένο σύζυγο που δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου. Η παραπάνω μείωση λόγω διαφοράς ηλικίας δεν ισχύει στην περίπτωση που ο θανών λάμβανε σύνταξη αναπηρίας και ο γάμος τελέστηκε μετά την απονομή αυτής στον θανόντα.
Β) Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα για μια τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Μετά τη συμπλήρωση της τριετίας, αν οι δικαιούχοι εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε άλλη πηγή (π.χ. σύνταξη από ίδιο δικαίωμα), χορηγείται το 50% της σύνταξής τους λόγω θανάτου.
Κριτήριο για την εφαρμογή της μείωσης είναι η χρονική διάρκεια της εργασίας ή της αυτοαπασχόλησης. Έτσι, εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου δεν εργάζεται με πλήρη ασφάλιση, η σύνταξη θα μειώνεται κατά 50% μόνο για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται και μόνο για το σύνολο του μήνα που αυτοαπασχολείται.
Η παραπάνω μείωση εφαρμόζεται και στην περίπτωση συνταξιοδότησης από το εξωτερικό. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χώρα της ΕΕ ή κράτος με το οποίο έχει συναφθεί Διμερής Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας (π.χ. Καναδάς, Κεμπέκ, ΗΠΑ, Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα κ.λπ.), η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που το άλλο κράτος χορηγεί σύνταξη από άλλη αιτία (π.χ. γήρατος-αναπηρίας) και όχι σύνταξη λόγω θανάτου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους λόγω θανάτου δημόσιου υπαλλήλου ή συνταξιούχου που υπηρετούν σε θέση δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου από το δημόσιο εμπίπτουν στο ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή στη μείωση του ποσού της σύνταξης λόγω θανάτου μετά τη συμπλήρωση της πρώτης τριετίας χορήγησής της και ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνουν αποδοχές και μέρος της σύνταξης θεωρείται συντάξιμος.
Τέκνα θανόντος/θανούσης:
Εάν ο/η θανών/ούσα καταλείπει ένα τέκνο, αυτό λαμβάνει το 25% του ποσού της σύνταξής του/της. Εάν το τέκνο είναι αμφιπλεύρως ορφανό και δεν δικαιούται σύνταξη από τους δύο γονείς, τότε λαμβάνει ποσοστό 50%.
Εάν ο θανών καταλείπει περισσότερα του ενός τέκνα, τότε:
• Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος ή/και διαζευγμένος, στα τέκνα θα επιμεριστεί ισόποσα το ποσοστό σύνταξης που απομένει μετά την αφαίρεση του 70% που δικαιούται ο επιζών/ή και ο διαζευγμένος – δηλαδή στα τέκνα επιμερίζεται το 30%.
• Τα αμφοτεροπλεύρως ορφανά παιδιά που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που λάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή δικαιούνταν ο θανών ασφαλισμένος, με την προϋπόθεση να μην εργάζονται, να μην ασκούν κάποιο επάγγελμα ή να μη λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.
Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
Υπάρχει ελάχιστο ποσό σύνταξης χηρείας;
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016 για είκοσι (20) χρόνια ασφάλισης.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από είκοσι (20) χρόνια ασφάλισης, το ελάχιστο αυτό ποσό μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τα δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης.
Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15), ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό αυτό που αντιστοιχεί στα δεκαπέντε (15) χρόνια ασφάλισης.
Για να εξευρεθεί ο χρόνος ασφάλισης από τον οποίο και συναρτάται το κατώτατο ποσό, λαμβάνεται υπόψη μόνο κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.
Προϋποθέσεις σύνταξης αιτία θανάτου ασφαλισμένου/συνταξιούχου (σχηματικά):
-Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή συναφθεί άλλο σύμφωνο συμβίωσης για τον επιζώντα/διαζευγμένο σύζυγο ή το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
-Τα τέκνα να είναι άγαμα.
-Τα τέκνα να μην έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους.
Η ηλικιακή προϋπόθεση δεν ισχύει αν κατά το χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου τα τέκνα είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
-Για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης η διάρκεια του γάμου/συμφώνου συμβίωσης να είναι τουλάχιστον τρία (3) έτη.
Η χρονική προϋπόθεση της διάρκειας του γάμου δεν ισχύει εάν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
Η χρονική προϋπόθεση της διάρκειας του γάμου δεν ισχύει αν συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον έξι (6) μήνες.
Η χρονική προϋπόθεση της διάρκειας του γάμου δεν ισχύει, εάν κατά το χρόνο του θανάτου η χήρα σύζυγος τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
-Για το διαζευγμένο σύζυγο η ελάχιστη διάρκεια του έγγαμου βίου είναι δέκα (10) έτη, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
-Για το διαζευγμένο σύζυγο, ο οποίος αιτείται τη σύνταξη, το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητάς του.
-Ο/η θανών/ούσα συνταξιούχος (πρώην σύζυγος), κατά τη στιγμή του/της θανάτου του/της, να κατέβαλλε ή να υποχρεούτο να καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί, είτε με δικαστική απόφαση, είτε με μεταξύ τους σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων.
-Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι προϋποθέσεις για τον διαζευγμένο/νη σύζυγο ισχύουν σωρευτικά.
Προσοχή η δαιδαλώδης συνταξιοδοτική νομοθεσία και οι άπειρες παγίδες που ελλοχεύει για τον υποψήφιο συνταξιούχο, καθιστά επιβεβλημένη την ανάθεση χειρισμού συνταξιοδοτικής υπόθεσης μόνο σε εξειδικευμένο επαγγελματία που νομιμοποιείται προς τούτο, ήτοι εργατολόγο- δικηγόρο, δηλαδή δικηγόρο εξειδικευμένο στο Εργατικό και Κοινωνικοασφαλιστικό Δίκαιο.
Απευθυνθείτε στο εξειδικευμένο στο κοινωνικοασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό δίκαιο δικηγορικό μας γραφείο και στους πιστοποιημένους για έκδοση συντάξεων δικηγόρους μας με σχετικούς μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και πιστοποίηση στον e-Efka για την απονομή συντάξεων για να μας αναθέσετε την έκδοση της σύνταξης χηρείας που δικαιούστε.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.