Απόλυση χωρίς καταβολή αποζημίωσης- τέλεση ποινικού αδικήματος (α. 5 Ν. 2112/20) και άλλες περιπτώσεις:

Πώς λύεται η εργασιακή σχέση;

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να γίνει μονομερώς, είτε από τον εργοδότη, οπότε ονομάζεται και απόλυση, είτε από τον εργαζόμενο, οπότε μιλάμε για παραίτηση ή οικειοθελή αποχώρηση. Η καταγγελία ρυθμίζεται από το Ν. 2112/1920 (για τους υπαλλήλους), το Β.Δ. 16/1920 (για τους εργάτες) και το Ν. 3198/1955, όπως έχουν τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, ιδιαιτέρως με τους Ν. 3863/2010, 3899/2010 και 4093/2012.

Ο πιο συνηθισμένος στην πράξη τρόπος λύσης της εργασιακής σχέσης είναι η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη (απόλυση). Η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη διακρίνεται σε:

  • τακτική (με προειδοποίηση): Τακτική είναι η καταγγελία με προειδοποίηση (προμήνυση), η οποία επιφέρει λύση της εργασιακής σχέσης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας από τότε που θα κοινοποιηθεί στον εργαζόμενο. Η τακτική καταγγελία είναι δυνατή μόνο σε υπαλλήλους και όχι σε εργατοτεχνίτες.
  • σε έκτακτη (χωρίς προειδοποίηση): Έκτακτη είναι η καταγγελία χωρίς προειδοποίηση. Η έκτακτη καταγγελία είναι η μοναδική μορφή καταγγελίας για τους εργάτες, αλλά και η πιο συνηθισμένη για τους υπαλλήλους.

Πότε είναι έγκυρη και ισχυρή η καταγελία της σύμβασης εργασίας;

Προϋποθέσεις έγκυρης έκτακτης καταγγελίας:

Είτε πρόκειται για υπαλλήλους, είτε για εργατοτεχνίτες, εφόσον συνδέονται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για να είναι έγκυρη η απόλυσή τους πρέπει να τηρηθούν οι παρακάτω διατυπώσεις:

1) Έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας,

2) Καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και

3) Καταχώρηση της απασχόλησης του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια και η ασφάλισή του (άρθρο 2 Ν. 2556/1997).

Ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει, με ηλεκτρονική υποβολή του σχετικού εντύπου, στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εντός 4 εργασίμων ημερών από την ημέρα της καταγγελίας (άρθρο 38 Ν. 4488/2017). Η παράλειψη της τελευταίας αυτή υποχρέωση του εργοδότη δεν καθιστά την καταγγελία άκυρη, αλλά επιφέρει διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη.

Όταν η διάρκεια της σύμβασης εργασίας είναι μικρότερη του 1 έτους, ο εργοδότης οφείλει να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση εργασίας, δηλαδή οφείλει να επιδώσει έγγραφη καταγγελία, χωρίς όμως να υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση.

Υποχρέωση κοινοποίησης: Κατά την έννοια του νόμου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται ισχυρή και έγκυρη και παράγει έννομα αποτελέσματα, μόνο αφότου περιέλθει στον απολυόμενο μισθωτό το έγγραφο της καταγγελίας.

Δεν αρκεί να λάβει κανείς απλώς γνώση της απόλυσης, όπως π.χ. με προφορική ανακοίνωση από τον εργοδότη ή με την απλή επίδειξη του εγγράφου στο μισθωτό, αφού η απλή γνώση δεν πληροί το γράμμα, το πνεύμα και το σκοπό του νόμου.

Στην πράξη, μετά την έναρξη λειτουργίας του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, συμπληρώνεται το Έντυπο Ε6 από τον εργοδότη και παραδίδεται στον απολυόμενο, ο οποίος υπογράφει σε ειδική θέση ότι έλαβε γνώση της καταγγελίας. Αντίγραφο του εν λόγω εντύπου χορηγείται και στον εργαζόμενο.

Ποιές οι συνέπειες μη τήρησης των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας;

Η μη τήρηση έστω και μίας από τις άνω διατυπώσεις της απόλυσης, επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας και υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου.

Συνέπεια της υπερημερίας είναι η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει τις αποδοχές του εργαζόμενου από την ημέρα της άκυρης απολύσεως μέχρι νέας τυχόν έγκυρης καταγγελίας ή οικειοθελούς αποχωρήσεως του εργαζόμενου ή μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο εργοδότης θά αποδεχθεί εκ νέου τις υπηρεσίες του απολυθέντος εργαζόμενου.

Για να θεωρηθεί έγκυρη η απόλυση δεν αρκεί η απλή προσφορά της αποζημίωσης, αλλά απαιτείται και να καταβληθεί αυτή πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο στον απολυόμενο εργαζόμενο, με την έννοια ότι πρέπει να περιέλθει στα χέρια του.

Αν ο εργαζόμενος αποδεδειγμένα αρνείται ή δεν προσέρχεται να λάβει την αποζημίωση που του προσφέρει ο εργοδότης, υποχρεούται πλέον ο τελευταίος να την καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρείται νόμιμη η αποζημίωση που κατατίθεται απευθείας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, χωρίς να έχει προηγηθεί η προσήκουσα προσφορά αυτής στον εργαζόμενο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η απόλυση είναι άκυρη, όχι μόνο όταν δεν καταβληθεί η οριζόμενη από το Ν. 2112/1920 ή το Β.Δ. 16/1920 αποζημίωση, αλλά επίσης, και όταν δεν καταβληθεί η πέρα απ’ αυτή πρόσθετη χρηματική αποζημίωση που τυχόν έχει οριστεί με την ατομική σύμβαση εργασίας.

Παράλληλα, με την αποζημίωση απόλυσης, ο απολυόμενος εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αποδοχές άδειας και επίδομα αδείας, όπως ορίζει ο νόμος.

Πότε είναι νόμιμη η απόλυση χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης;

Σε περίπτωση που ένας εργαζόμενος τελέσει ποινικό αδίκημα, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. 

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ΦΕΚ, μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει χωρίς προμήνυση τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος.

Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας είναι η υποβολή της μηνύσεως ή η απαγγελία της κατηγορίας να έχει ήδη γίνει πριν από την καταγγελία.

Η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε μήνυση πρέπει να έχει σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας, διότι αν είναι άσχετη και απαγγέλθηκε κατά του εργαζόμενου κατηγορία, πρέπει να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος.

Εάν επακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’ αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως.

Λεπτομέρειες:

  • Αξιόποινη πράξη:

Το αδίκημα πρέπει να είναι αξιόποινο (τουλάχιστον πλημμέλημα) και να έχει διαπραχθεί κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή να έχει άμεση σχέση με αυτή. 

  • Διαδικασία:

Ο εργοδότης πρέπει να καταγγείλει τη σύμβαση εγγράφως.

  • Ποινική δίωξη ή μήνυση:

Πρέπει να έχει υποβληθεί μήνυση/έγκληση ή να έχει απαγγελθεί κατηγορία πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. 

  • Δεν απαιτείται προειδοποίηση:

Σε περίπτωση τέλεσης ποινικού αδικήματος από τον εργαζόμενο, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς προειδοποίηση. 

Συνοπτικά, η καταγγελία σύμβασης εργασίας χωρίς αποζημίωση λόγω τέλεσης ποινικού αδικήματος είναι δυνατή υπό προϋποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται με το είδος του αδικήματος, τη σχέση του με την εργασία και την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας. 

Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη καταβολή αποζημίωσης ή η καταβολή μειωμένης αποζημίωσης δεν επιφέρει την ακυρότητα της απόλυσης;

(α) Καταγγελία από τον εργοδότη οφειλόμενη σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία του να αποδεχθεί την εργασία (άρθρο 6 Ν. 2112/1920):

Πάγια είναι η θέση των δικαστηρίων ότι η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης του εργοδότη δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού.

Αντίθετα, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 2112/1920 και 3198/1955. Αν δεν τηρήσει τις άνω διατάξεις οι απολύσεις δεν είναι έγκυρες, ο δε εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας λόγω ακυρότητας των καταγγελιών των συμβάσεων.

Εάν, ωστόσο, η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, δηλαδή η διακοπή προήλθε από γεγονός τυχηρό και απρόβλεπτο, που δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας, τότε ο εργοδότης δύναται να προβεί στις καταγγελίες των συμβάσεων των εργαζομένων του, χωρίς να υποχρεούται να καταβάλει την αναλογούσα αποζημίωση λόγω απολύσεως, εκτός εάν είναι ασφαλισμένος κατά των περιστατικών ανωτέρας βίας ή πυρκαγιάς σε ασφαλιστική εταιρεία, οπότε και οφείλει να καταβάλει τα 2/3 της αποζημίωσης που οφείλει.

Τονίζεται ότι για να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 6 του Ν. 2112/1920 θα πρέπει α) η διακοπή λειτουργίας να οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας και β) το περιστατικό της ανωτέρας βίας θα πρέπει να ακολουθήσει μόνιμη, οριστική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία των μισθωτών του.

(β) Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον σύνδικο σε επιχείρηση εργοδότη που έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως:

Σε περίπτωση πτώχευσης του εργοδότη, οι συμβάσεις εργασίας δεν λύονται αυτοδικαίως, αλλά παραμένουν ισχυρές και παράγουν δικαιώματα και υποχρεώσεις μέχρι να καταγγελθούν από τον σύνδικο της πτώχευσης. Στο άρθρο 34 του Πτωχετικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 του Ν. 4446/2016 ορίζονται τα εξής σε σχέση με τις συμβάσεις εργασίας σε περίπτωση πτώχευσης:

  • Ο σύνδικος μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με καταγγελία.
  • Η πτώχευση αποτελεί απουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου.
  • Για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης.
  • Οι απαιτήσεις των εργαζομένων από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την πτώχευση, οι μισθοί υπερημερίας και η αποζημίωση λόγω απολύσεως, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, οι οποίες ικανοποιούνται με την πτωχευτική διαδικασία

Καταγγελία σύμβασης λόγω συνταξιοδότησης του μισθωτού:

Στη νομοθεσία δεν υφίσταται διάταξη που να υποχρεώνει τους εργαζόμενους να παύσουν να εργάζονται όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για να λάβουν σύνταξη γήρατος.

Με τη συνταξιοδότηση δεν επέρχεται αυτοδίκαια η λύση της σύμβασης εργασίας, ενώ παγίως η νομολογία των δικαστηρίων δέχεται ότι η υποβολή από τον εργαζόμενο αίτησης για συνταξιοδότηση στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, δεν υποδηλώνει σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας με υπαιτιότητά του, ούτε οικειοθελή του αποχώρηση, εφόσον εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του όπως και προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως συνταξιοδότησης.

Η σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί είτε εκ μέρους του εργοδότη με την απομάκρυνση του εργαζόμενου από την εργασία του (απόλυση), είτε εκ μέρους του τελευταίου με οικειοθελή του αποχώρηση, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955. Συγκεκριμένα:


Άρθρο 8 εδ. β Ν. 3198/1955: Μισθωτοί που υπάγονται στο κλάδο σύνταξης οποιουδήποτε Ασφαλιστικού Οργανισμού, εφ’ όσον συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη γήρατος δικαιούνται τα παρακάτω:

  • Εάν  είναι υπάλληλοι μπορούν να αποχωρούν ή να απολύονται από τον εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή δικαιούνται το 50% της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης αν δεν έχουν επικουρική ασφάλιση ή το 40% αν έχουν. Τη μειωμένη αυτή αποζημίωση δικαιούνται και οι μισθωτοί, με σύμβαση ορισμένου χρόνου, που απολύονται ή αποχωρούν πριν τη λήξη της για να συνταξιοδοτηθούν. 
  • Eάν είναι εργατοτεχνίτες και πληρούν προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης γήρατος  μπορούν μόνο να αποχωρούν. Σημειώνουμε ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να απολύσει εργατοτεχνίτη που έχει συμπληρώσει τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Στην περίπτωση  αυτή δικαιούνται το 50% της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης αν δεν έχουν επικουρική ασφάλιση ή το 40% αν έχουν ( ΒΔ 16/18/7/1/1920). Συνεπώς αν η σύμβαση εργασίας καταγγελθεί από τον εργοδότη, οφείλεται στον εργατοτεχνίτη ολόκληρη αποζημίωση. (Ν.2112/1920).

Άρθρο 8 εδ. α Ν. 3198/1955: Μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και έχουν συμπληρώσει 15ετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το όριο ηλικίας που προβλέπει ο οικείος Ασφαλιστικός Οργανισμός και όταν δεν υπάρχει όριο το 67 έτος της ηλικίας τους μπορούν να αποχωρήσουν από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη τους, οπότε δικαιούνται να λάβουν το 50% της νόμιμης αποζημίωσης. (N.3198/1955). Η συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να λάβει τη μειωμένη αποζημίωση.

Εαν έχετε οποιαδήποτε απορία σχετικά με την αποζημίωση απόλυσής σας απευθυνθείτε στο δικηγορικό μας γραφείο, όπου ένας εξειδικευμένος στο Εργατικό Δίκαιο νομικός με σχετικές μεταπτυχιακές σπουδές θα σας ενημερώσει έγκυρα και αξιόπιστα σχετικά με το ζήτημα που σας απασχολεί και μπορεί να σας βοηθήσει να διεκδικήσετε την αποζημίωση απόλυσής σας.

Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας σας χωρίς αποζημίωση λόγω τέλεσης ποινικού αδικήματος ένας δικηγόρος του γραφείου μας με αποδεδειγμένη εξειδίκευση και μεταπτυχιακές σπουδές τόσο στο Εργατικό όσο και στο Ποινικό Δίκαιο (είμαστε το μοναδικό δικηγορικό γραφείο που διαθέτει νομικούς με παράλληλη εξειδίκευση και στα δύο αυτά δίκαια) θα σας βοηθήσει στην επιτυχή δικαστική έκβαση της υπόθεσής σας, καθώς το γραφείο μας έχει ήδη αναλάβει επιτυχώς ανάλογες υποθέσεις (μπορείτε να διαβάσετε σχετική απόφαση στο τμήμα των αποφάσεων της διαδικτυακής μας σελίδας).

Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.

Πρόσφατα Άρθρα

Η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση στο Ελληνικό Δίκαιο (Ν. 2882/2001):
09/10/2025
Αστικές Αποζημιώσεις και Διαφορές με Ασφαλιστικές Εταιρείες (Ν.2496/1997):
02/10/2025
Το έγκλημα του 372 Π.Κ. –Κλοπή-διακεκριμένη κλοπή (α.374 Π.Κ.)-Κλοπή μεταφορικού μέσου (α. 374Α Π.Κ.):
01/10/2025

TPV Law

Το δικηγορικό μας γραφείο παρέχει εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες που απευθύνονται σε ιδιώτες, επιχειρήσεις ή οργανισμούς, καλύπτοντας τομείς όπως το αστικό δίκαιο, το εμπορικό, το εργατικό δίκαιο, το διοικητικό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο και άλλες νομικές υποθέσεις.