Διάκριση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (α. 648 επ. Α.Κ.) από σύμβαση έργου (α. 681 επ. Α.Κ.), σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και άλλες μορφές απασχόλησης:
Συχνή στην πράξη είναι η σύγχυση μεταξύ σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και σύμβασης έργου ή άλλων μορφών απασχόλησης. Η διαφοροποίηση είναι σημαντική κυρίως επειδή οι προστατευτικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή με άλλα λόγια προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου είναι η ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και όχι κάποιας άλλης μορφής απασχόλησης.
Το κριτήριο που χαρακτηρίζει μία σύμβαση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το στοιχείο της προσωπικής εξάρτησης, δηλαδή το γεγονός ότι ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη και να δέχεται παράλληλα τον έλεγχό του.
Πέραν αυτού, πρέπει να πληρούνται και ειδικότερα κριτήρια όπως, μεταξύ άλλων, οι σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές, το σταθερό ωράριο, ο προσδιορισμένος τόπος εργασίας, η διάθεση από τον εργοδότη των μέσων παραγωγής για την εκτέλεση της εργασίας, η ένταξη του εργαζόμενου σε μία ιεραρχικά οργανωμένη δομή, ο προσδιορισμός εργασιακών καθηκόντων, το ότι ο εργαζόμενος υπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές.
Η υποχρέωση, μάλιστα, του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 953/2020).
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, βάσει της οποίας ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την κύρια υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του και ο εργοδότης την κύρια υποχρέωση καταβολής του μισθού.
Άρθρο 648 – Αστικός Κώδικας – Έννοια
Τι είναι το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη;
Το διευθυντικό δικαίωμα είναι η αρμοδιότητα του εργοδότη να ρυθμίζει κάθε θέμα που αφορά την οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της και να καθορίζει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μισθωτών του, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης.
Το ανωτέρω δικαίωμα του εργοδότη δεν είναι όμως ούτε απεριόριστο, ούτε ανεξέλεγκτο. Περιορίζεται από τους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας και υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται από το Σύνταγμα, τη κείμενη νομοθεσία, τις Σ.Σ.Ε., τον Κανονισμό Εργασίας της επιχείρησης και σε περίπτωση καταστρατήγησης, τον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων.
Επομένως, το διευθυντικό δικαίωμα πρέπει να ασκείται με καλή πίστη και να μην ασκείται καταχρηστικά (ΑΚ 281).
Ουσιαστικά πρόκειται για το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ ΑΠ 28/2005, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 133/2014).
Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 573/2018).
Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017).
Τι είναι η σύμβαση έργου;
Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (εργοδότη / κυρίου του έργου) την υποχρέωση εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής.
Το κύριο στοιχείο που διακρίνει τη σύμβαση εργασίας από τη σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.
Άρθρο 681 – Αστικός Κώδικας – Έννοια
Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αντιδιαστέλλονται από την σύμβαση μίσθωσης έργου, με την οποία οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, ο δε εργολάβος δεν δεσμεύεται από οδηγίες και εντολές του εργοδότη, υποχρεούμενος μόνον να εκτελέσει το έργο σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (ΑΠ 957/2020, ΑΠ 793/2013).
Τι είναι η σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών;
Σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.
Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια (ΑΠ 9/2023, 1127/2022, ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 953/2020), η σύμβαση δε ανεξαρτήτων υπηρεσιών μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθ.669, 672 ΑΚ), και δεν εφαρμόζονται επ`αυτής οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 1127/2022).
Τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας:
Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2639/1998 (Α 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (A 66), ορίζεται ότι:
“Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες”
και με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι :
“Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας”.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022), ο ισχυρισμός του δε ως εναγόμενου ότι δεν είχε συνάψει με τον ενάγοντα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ότι ο τελευταίος του παρείχε τις υπηρεσίες του το επίδικο διάστημα με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση του αγωγικού ισχυρισμού περί ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1064/2020).
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας να χαρακτηρίζεται με άλλη μορφή (π.χ. ως έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών). Αυτό επιφέρει για τον εργαζόμενο πολλές δυσμενείς συνέπειες, όπως η μη ασφάλισή του στον ΕΦΚΑ, η απώλεια επιδομάτων εορτών, αδείας κ.λ.π.
Η σκόπιμη αυτή υποκατάσταση της σύμβασης εξαρτημένης από τον εργοδότη, η οποία προφανώς συνεπάγεται μεγάλη εξοικονόμηση εργοδοτικού κόστους, οδηγεί σε ευθεία καταστρατήγηση του πυρήνα των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Στην περίπτωση καταστρατήγησης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του επικαλούμενος τα πραγματικά στοιχεία της εργασιακής του σχέσης δηλ. ωράριο, συμμόρφωση στις εντολές του εργοδότη κ.λ.π.
Συμπέρασμα:
Σε κάθε περίπτωση, επειδή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας είναι αναγκαστικού δικαίου και ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης από τα μέρη δεν μπορεί να τα δεσμεύσει, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ ΑΠ 13/2017, Ολ ΑΠ 8/2011).
Συμβουλευτείτε το εξειδικευμένο στο εργατικό δίκαιο δικηγορικό μας γραφείο για την πληρέστερη ενημέρωσή σας σε ζητήματα εργασίας και εργατικού δικαίου και την άρτια νομική σας υποστήριξη.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.