Οικόσιτοι και οικιακοί μισθωτοί- Εργασία κατ’ οίκον- εργασία κατ’ οίκον επί 24 ώρου- προστασία από εργατική νομοθεσία:
Ποίοι είναι οι οικόσιτοι ή οικιακοί μισθωτοί;
Τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση οικιακών ή προσωπικών αναγκών του εργοδότη ή των μελών της οικογενείας του ονομάζονται οικιακοί μισθωτοί. Αν τα πρόσωπα αυτά διαμένουν, διατρέφονται και διανυκτερεύουν στην οικία του εργοδότη ονομάζονται οικόσιτοι μισθωτοί. Τα πρόσωπα αυτά συνήθως είναι: οικιακή βοηθός, υπηρέτρια, νοσοκόμος, παιδαγωγός, προσωπικός οδηγός του εργοδότη, μάγειροι, καθαρίστριες, κηπουροί κλπ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 ΑΚ, 3 παρ. 1 εδ. γ` του ΒΔ/τος της 16/18-07-1920, 1 παρ. 2 ΑΝ 539/1945, άρθρου μόνου περ. γ`, ΒΔ 376/1971, 2 παρ. 1 περ. δ`, ΒΔ 748/1966, 43 Ν. 1836/1989 και 1 παρ. 1 Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους υπηρεσίες, που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες, αλλά και στην προσωπική του περιποίηση, ιδίως όταν ο ίδιος αδυνατεί, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθεί του εαυτού του. Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί (ΑΠ1591/2017, 1955/2007).
Τι ορίζει η εργατική νομοθεσία για τους οικόσιτους ή οικιακούς μισθωτούς; Πώς προστατεύονται;
1.Οικιακοί μισθωτοί: Για την πρόσληψή τους ισχύει ό,τι και για τους υπόλοιπους μισθωτούς δηλαδή υποβολή στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ των προβλεπόμενων εντύπων (Ε3, Ε4), αναγράφοντας ανάλογα τους κωδικούς της ειδικότητάς τους. Γενικά ισχύουν όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για ωράριο εργασίας, επιδόματα εορτών, άδεια και επίδομα αδείας καθώς και υπόλοιπες άδειες που ισχύουν για όλους τους μισθωτούς. Επίσης ισχύουν και όλες οι διατάξεις σχετικά με την αποζημίωση απόλυσης. Για την αποζημίωση απόλυσης θεωρούνται εργατοτεχνίτες. Δεν καλύπτονται ως προς την αμοιβή τους από κάποια ΣΣΕ ή ΔΑ. Η αμοιβή τους καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι κατώτερη από τα προβλεπόμενα από την ΕΓΣΣΕ κατώτερα όρια μισθών και ημερομισθίων όπως ορίζεται στο Ν.4093/2012.
2. Οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί: Στους οικόσιτους οικιακούς μισθωτούς, λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό), η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, καθώς και για τις εκτός έδρας μετακινήσεις, επιπλέον δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός (ΑΠ 1591/2017, 783/2013, ΑΠ 934/2022).
Ισχύουν, όμως, οι διατάξεις για την παροχή αδείας μετ΄ αποδοχών, ύστερα από την επέκταση των διατάξεων του Α Ν. 539/1945 και στους οικιακούς οικόσιτους μισθωτούς με το Β.Δ- 376/1971 και το άρθρο 8 παρ. 2 της από 26-2-1975 Ε.ΓΣ.Σ.Ε. Περαιτέρω, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρθρο 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57/Α΄/14-3-1966)). Φυσικά το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας.
Δικαιούνται, επίσης, επιδόματα εορτών, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1082/1980 και το άρθρο 4, παρ. 9 της Κ.Υ.Α, 19040/1981 (ΦΕΚ 742/Β΄/9-12-1981), καθώς και αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Ν. 1836/1989.
(Μον. Πρωτ. Αθηνών 720/2012, Μον. Πρωτ. Αθηνών 294/2011, Εφ. Αθηνών 5241/2010, Α.Π. 1955/2007, Α.Π. 1397/2006, Εφ. Αθηνών 1349/2004, Εφ. Αθηνών 7809/2003, Εφ. Πειραιώς 667/2001, Εφ. Αθηνών 2872/1996).
Ο Α.Ν. 539/1945 ορίζει στα άρθρα 1,3, 5 παρ. 7 αυτού τα εξής:
“Άρθρον 1:
Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται υπέρ των αντί μισθού απασχολουμένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας, ασκουμένας επί κέρδει βιομηχανικής, βιοτεχνικής και εμπορικής φύσεως, διενεργείας μεταφορών ή φορτοεκφορτώσεως, ασχέτως της μορφής ή του χαρακτήρος (δημοσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των ως και εις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα ή οργανισμούς, ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγόμενα δια λογαριασμόν ιδιωτών, νομικών προσώπων, οργανισμών δημοσίου δικαίου ή του Δημοσίου, εις σωματεία, συνεταιρισμούς, θεάματα και λέσχας.
2. Δια διαταγμάτων, προκαλουμένων υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να ορισθή ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν και υπέρ των προσώπων, των αντί μισθού απασχολουμένων εις τας ναυτιλιακάς, τας αλιευτικάς, τας γεωργικάς, κτηνοτροφικάς ή δασικάς επιχειρήσεις ως και υπέρ του οικοσίτου υπηρετικού ή άλλου προσωπικού και να εξασφαλισθή ειδικώτερον η υπέρ του οικοσίτου υπηρετικού ή άλλου προσωπικού και να εξασφαλισθή ειδικώτερον η υπέρ αυτών εφαρμογή του.
3. Δεν υπόκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος:
α) Τα πρόσωπα τ΄ απασχολούμενα εις επιχειρήσεις, εργασίας ασκουμένας επί κέρδει κλπ. της παραγράφου 1, εις τας οποίας απασχολούνται μόνον τα μέλη της οικογενείας του εργοδότου, και
β) Τα πρόσωπα, τα αντί μισθού απασχολούμενα εις δημοσίας ή δημοσίου χαρακτήρος υπηρεσίας ή εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εφ΄ όσον οι σχετικοί κανονισμοί δίδουν εις αυτά δικαίωμα εις ετησίαν άδειαν μετ΄ αποδοχών, διαρκείας τουλάχιστον ίσης προς εκείνην της αδείας, της προβλεπομένης υπό του παρόντος Νόμου.
4. Εν τοις επομένοις οι όροι: α) υποκείμενη επιχείρησις, β) εργοδότης, γ) μισθωτός σημαίνουν αντιστοίχως, χάριν συντομίας:
α) Τας επιχειρήσεις, εργασίας ασκουμένας επί κέρδει κλπ. Της παραγράφου 1.
β) Τον κύριον, διευθυντήν εντεταλμένον ή επιτετραμμένον υποκειμένης επιχειρήσεως.
γ) Υπάλληλον, τεχνίτην, εργάτην, μαθητευόμενον ή υπηρέτην, αντί μισθού απασχολουμένου εις υποκειμένην επιχείρισιν.
Άρθρον 3:
1. Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται, των συνηθών αποδοχών, ών θα εδικαιούτο εάν απησχολείτο παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως.
2. Δια τον κατ΄ αποκοπήν ή κατ΄ άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ών δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίοι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτών άδειαν.
3. Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαμβάνονται και αι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιμον τροφής, επιδόματα κλπ.).
4. Δια τους μισθωτούς, τους αμειβομένους επί ποσοστοίς, εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων,ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής εις αυτούς των αποδοχών, ων δικαιούνται κατά τον χρόνον της αδείας, θέλει ορισθή δια Διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας.
5. Δια Δ/τος προκαλουμένου παρά του Υπουργού Εργασίας μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας δύναται να συσταθή υπό τύπον αυτοτελούς λογαριασμού παρά των Ιδρύματι των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή παρά τη Εργατική Εστία ή άλλων ασφαλιστικών Οργανισμών ή εις ίδιον Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου “Κεφάλαιον υπέρ των αδειούχων μισθωτών “αποβλέπον εις την καταβολήν εις τους εις άδειαν μισθωτούς είτε του όλου ή μέρους των αποδοχών, ών θα δικαιούνται ούτοι κατά τον χρόνον της αδείας των δι΄ αντιστοίχου απαλλαγής του οικείου εργοδότου, είτε προσθέτου επιδόματος αδείας ουδέποτε ανωτέρου του τρίτου των προαναφερομένων αποδοχών είτε και εις αμφοτέρους τους εν λόγω σκοπούς.
6. Εις περίπτωσιν, καθ΄ ήν ήθελεν ορισθή, ότι το όλον των αποδοχών εις τους εις άδειαν μισθωτούς θα καταβάλληται υπό του Κεφαλαίου υπέρ των αδειούχων μισθωτών η δωδεκάμηνος συνεχής απασχόλησις του άρθρου 2 παράγ. 1 δεν είναι απαραίτητον να είχε διανυθή παρά των αυτώ εργοδότη.
7. Δια Διαταγμάτων, προκαλουμένων υπό του Υπουργού Εργασίας, θέλουσιν ορισθή τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως και τρόπου λειτουργίας και εκπληρώσεως των σκοπών του Κεφαλαίου υπέρ των αδειούχων μισθωτών οι πόροι αυτού εξ εισφορών των εργοδοτών και τα της επ΄ αυτού ασκήσεως υπό του Υπουργού Εργασίας της πολιτειακής εποπτείας και του διαχειριστικού ελέγχου.
8. Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας.
Άρθρον 5 παρ. 7.: Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου εκδικάζονται, επί τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρμογήν του δημοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συμφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 25/11/1923 “περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τιμών απ΄ αυτοφώρω και τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόμου ΓπΛΔ” “περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόμου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτών οριζομένης χρηματικής ποινής δεκαπλασιαζομένης”.
Επίσης, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 “Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, υπολογιζόμενα επί των τακτικών αποδοχών των μισθωτών, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των οικείων αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, καταβάλλονται την Μεγάλην Τετάρτην και την 21ην Δεκεμβρίου αντιστοίχως. Ο εργοδότης δύναται να παρακρατήση το μέχρι της 30ης Απριλίου ή της 31ης Δεκεμβρίου αναλογούν ποσόν του επιδόματος, όπερ πάντως δεν δύναται να καταβληθή βραδύτερον των ημερομηνιών τούτων”.
Προβλέπεται ποινική τιμωρία του εργοδότη;
Κατ΄ άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011 “Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010 (Α΄ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”.
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο μόνο παρ. 1 του Α.Ν. 690/1945:
“Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας,
τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων,
με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα…”.
Τι ισχύει για την ασφάλιση των οικιακών και οικόσιτων μισθωτών;
Με τα άρθρα 20 και 21 του Ν.3863/10 (Α΄ 115), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από παρ. 8 του άρθρου 76 του Ν.3996/2011 (Α΄ 170), και το άρθρο 74 του Ν.4144/2013 το κατ΄ οίκον του εργοδότη απασχολούμενο προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, φροντίδας αμειβόμενο με την ώρα ή την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα αμείβεται και ασφαλίζεται με εργόσημο. Οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου υπολογίζονται σε ποσοστό 25% επί της αναγραφόμενης τιμής του εργοσήμου και εμπεριέχονται στην αναγραφόμενη τιμή του εργοσήμου. Για την διαδικασία έκδοσης-εξαργύρωσης-υπολογισμού εισφορών και ημερών ασφάλισης εφαρμογή έχει η εγκύκλιος ΙΚΑ 43/2013.
Οι ημέρες ασφάλισης είναι το προκύπτουν από την διαίρεση :
(ασφαλιστικές εισφορές / 11,63).
Οι ημέρες ασφάλισης δεν μπορούν να υπερβούν τις 25 ημέρες ασφάλισης ανά ημερολογιακό μήνα ή τις 300 ημέρες ασφάλισης ανά έτος.
Oι ασφαλιστικές εισφορές αφορούν και τα δύο μέρη, δηλαδή εργοδότη (σε αναλογία 15,485% ) και εργαζόμενο (σε αναλογία 9,52%).
Το εργόσημο έχει την μορφή επιταγής. Στο συνολικό του ποσό του εργοσήμου περιλαμβάνεται τόσο το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου όσο και οι ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν.
Πρακτικά: ο εργοδότης προσέρχεται στα ΕΛΤΑ ή σε Τράπεζα με τον ΑΜΚΑ και το ΑΦΜ του και ζητά την έκδοση εργοσήμου. Η τράπεζα εκδίδει διπλότυπο εργόσημο, το οποίο έχει τα στοιχεία του εργοδότη, που θα πρέπει να δώσει στον εργαζόμενο για την αμοιβή του. Το αντίτυπο προσκομίζει ο εργαζόμενος στην Τράπεζα η ΕΛΤΑ για την εξαργύρωσή του.
Εργόσημο που δεν έχει χρησιμοποιηθεί από τον εργοδότη μπορεί να ακυρωθεί εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έκδοσής του. Μετά τη λήξη ισχύος του το εργόσημο ακυρώνεται αυτομάτως από τον φορέα έκδοσης και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον εργοδότη για πληρωμή ή να εξαργυρωθεί από τον εργαζόμενο.
Το Υπουργείο Εργασίας στο με αριθμό πρωτ.: 44493/933/24.1.2014 έγγραφό του τονίζει ότι η καθιέρωση του εργοσήμου για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων δεν θίγει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας οι οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται καθολικά για όλες τις κατηγορίες εργοδοτών.
Εάν είστε εργοδότης ή εργαζόμενος- οικιακός ή οικόσιτος μισθωτός και επιθυμείτε να λάβετε την κατάλληλη ενημέρωση και νομική καθοδήγηση για την προστασία των δικαιωμάτων σας απευθυνθείτε στο δικηγορικό μας γραφείο, όπου ένας εξειδικευμένος στο Εργατικό Δίκαιο δικηγόρος με σχετικές μεταπτυχιακές σπουδές θα σας ενημερώσει έγκυρα και αξιόπιστα σχετικά με το ζήτημα που σας απασχολεί.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.