Ο Θεσμός της Συνεπιμέλειας ανηλίκου τέκνου (ν. 4800/2021):
Με το ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α’ 81/21-5-2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις»
και δη με τα Κεφάλαια Α και Β αυτού:
αντικαθίσταται ή τροποποιείται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα), ως ίσχυαν, ενώ επιπλέον ο νέος νόμος εναρμόνισε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλων και προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικής ηλικίας.
Νόμος 4800/2021 – ΦΕΚ 81/Α/21-5-2021 – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Η ισχύς του νόμου αυτού, ως προς τα ανωτέρω Κεφάλαια, αρχίζει από τις 16-9-2021.
Το Κεφάλαιο Α, υπό τον τίτλο «Σκοπός και Αντικείμενο», ορίζει ότι ο νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος το τέκνου δια της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού.
Οι διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992 και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με το ν. 4531/2018.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τον ως άνω νόμο, συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει, ιδίως, την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επιπλέον δε, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά στο πρόσωπο ή στην περιουσία του.
Σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ωστόσο, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα.
Με την εν λόγω ρύθμιση, η οποία βρίσκεται σε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 1510 εδ. α’ του ΑΚ, που αναφέρεται στην έγγαμη συμβίωση, καθιερώνεται εκ του νόμου η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή απόφαση του δικαστηρίου.
Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1513 ΑΚ, η συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και όχι σε κάθε περίπτωση. Με την έννοια αυτή, η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, σύμφωνα με το νέο δίκαιο είναι υποχρεωτική, αφού ισχύει εκ του νόμου και ανεξάρτητα από το εάν τη θέλουν οι γονείς.
Με τον όρο «εξακολουθούν» καταφάσκεται η αναγκαιότητα αδιατάρακτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου, υπό τις συνθήκες, υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του και, ιδίως, αυτές που αφορούν στις μεθόδους και στη φιλοσοφία ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσής του, τις επιλογές ως προς τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, την ψυχαγωγία του και τις κοινωνικές του συναναστροφές,
αφού η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή η ακύρωση του γάμου των γονέων του, δεν πρέπει να μεταβάλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου, η οποία πρέπει να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, καθόσον βασικός σκοπός είναι η ψυχική υγεία του ανήλικου τέκνου, η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με το ν. 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα τούτο, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. Ι του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Η έννοια του όρου «εξίσου» δεν έχει την έννοια της «ισόχρονης» κατανομής της διαμονής του τέκνου στις οικίες και των δύο γονέων, η οποία άλλωστε εξαρτάται από συγκεκριμένους βιοτικούς ή και συγκυριακούς παράγοντες και η οποία ούτε και υπό το καθεστώς της έγγαμης συμβίωσης είναι δεδομένη,
αλλά σημαίνει την εξακολούθηση της κοινής τους ευθύνης στην ανατροφή του τέκνου τους, η οποία εκφράζεται με την ισότιμη συμμετοχή τους στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την επιμέλεια του ανηλίκου, τη διοίκηση της περιουσίας του, την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το ίδιο ή την περιουσία του και την εν γένει επίλυση των καθημερινών προβλημάτων του (1510 παρ. 1 εδ. β’ σε συνδυασμό με 1512 ΑΚ- βλ. σχετ. Χρηστίδου, ο.π.).
Για τη λήψη της απόφασης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του για την άσκηση της γονικής μέριμνας.
Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (πχ παντελώς διαφορετικές απόψεις σε θέματα διαπαιδαγώγησης, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα), είτε υπαίτιοι (λ.χ. πλήρης αποδόμηση των μεταξύ των μερών σχέσεων χωρίς να υφίσταται καμία πρόθεση και δυνατότητα συνεννόησης, χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου, κοκ).
Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων δεν είναι δυνατή, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση αυτής γίνεται από το δικαστήριο, ενώ, ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται, ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αρκεί, απλώς, η διαφωνία των γονέων για να απονείμει ο δικαστής την αποκλειστική επιμέλεια στον ένα γονέα.
Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος, που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωση κακοποιητικού, ψυχικά διαταραγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δεν συντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα, λόγω της μόνιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δεν νοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλο γονέα ή έστω κατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ’ επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, διότι, διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και θα ερμήνευε ή και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρο 1514 ΑΚ.
Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του τέκνου και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το «βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητα και υπεύθυνη προσωπικότητα.
Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον» κατ’ ουσία αποδίδει την προϊσχύσασα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου» και, επομένως, δεν εισάγεται διαφοροποίηση σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού.
Ως τέτοιο (συμφέρον του παιδιού) νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.
Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται, για πρώτη φορά, από το νομοθέτη, εκ των προτέρων, προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις, εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού του προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής-οικονομικής κατάστασής τους.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ «η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτικά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχαν συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν στο τέκνο».
Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από το νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς, ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο, ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους, στο σύνολό τους.
Το κανονιστικό νόημα της αόριστης νομικής έννοιας υπερτερεί έναντι άλλου έννομου συμφέροντος, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (λ.χ. του συμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων που έρχονται σε επαφή με το παιδί).
Γνώμονας για τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου παιδιού, όπως τούτο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης.
Η εξατομικευμένη κρίση συνιστά και εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιμετώπιση, ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων.
Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, υπό καθεστώς ηρεμίας και ασφάλειας, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντας ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η, κατά το δυνατό, μικρότερη διατάραξη του μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπία και την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου.
Η μικρή ηλικία του ανήλικου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την πρώιμη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται υπεροχή στη μητέρα, ενώ, για το μεταγενέστερο χρόνο, αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.
Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού ωριμότητάς του, εφόσον αυτή είναι προϊόν ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου.
Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του.
Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να επιβάλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του και, ακολούθως, εφόσον έτσι προκαλείται η μικρότερη δυνατή διατάραξη του τρόπου ζωής του, να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στη μητέρα και τον πατέρα του, δηλαδή, να γίνεται χρονική (ή εναλλασσόμενη) κατανομή αυτής ανάμεσα στους δύο γονείς ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει από κοινού και στους δύο, οι οποίοι θα οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλή ανάπτυξη και το καλό του τέκνου τους από κοινού.
Η έλλειψη δε συνεργασίας των γονέων δεν πρέπει να συνιστά εμπόδιο επιλογής της χρονικής κατανομής της επιμέλειας.
Επίσης, η τυχόν εξάρτηση της χρονικά κατανεμημένης γονικής μέριμνας ή επιμέλειας από τη διάθεση συνεργασίας των γονέων αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη λύση, διότι αφήνει την δυνατότητα στο γονέα, που είναι περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τα παιδιά, να τα επηρεάσει σε βάρος του άλλου γονέα και να επιτύχει, μέσω της άρνησής του να συνεργαστεί για μια τέτοια λύση, το μείζον, ήτοι να ασκεί αυτός αποκλειστικά τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια των τέκνων, περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα.
Για το σκοπό αυτό, λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα και υπευθυνότητα κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων.
Διάκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου.
Η πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας με περιοδικότητα και συνεπάγεται ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο κατοικίας του γονέα του, ο οποίος, στο πλαίσιο αυτό, ασκεί μόνος του, κάθε φορά, τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ’ άρθρο 1519 παρ. 1ΑΚ.
Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια).
Εμπιστευτείτε το δικηγορικό μας γραφείο και τους εξειδικευμένους στο Οικογενειακό Δίκαιο νομικούς του για την ανάθεση της σχετικής με την δικαστική διεκδίκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων σας υπόθεση (αποκλειστικής ή με συνεπιμέλεια), καθώς το γραφείο μας έχει χειριστεί με επιτυχία πολυάριθμες σχετικές υποθέσεις μέχρι σήμερα και διαθέτει μεγάλη εμπειρία.
Σημειώνεται ότι βάσει του α. 82 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Απαντήσεις σε ερωτήματα νομικής φύσης παρέχονται μόνο κατόπιν ραντεβού.